κοπίδι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κοπίδι]][ν])<br /><b>1.</b> κοπτικό [[εργαλείο]] από σίδηρο ή χάλυβα, με [[ακμή]] κοφτερή στο ένα [[άκρο]] του, το οποίο [[είναι]] κατάλληλο για [[κατεργασία]] διαφόρων σκληρών υλικών<br /><b>2.</b> [[μαχαίρι]] τών υποδηματοποιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]], -<i>ίδ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> ([[πρβλ]]. <i>γλωσσίδ</i>-<i>ι</i>, <i>σανίδ</i>-<i>ι</i>)].
|mltxt=το (Μ [[κοπίδι]][ν])<br /><b>1.</b> κοπτικό [[εργαλείο]] από σίδηρο ή χάλυβα, με [[ακμή]] κοφτερή στο ένα [[άκρο]] του, το οποίο [[είναι]] κατάλληλο για [[κατεργασία]] διαφόρων σκληρών υλικών<br /><b>2.</b> [[μαχαίρι]] τών υποδηματοποιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]], -<i>ίδ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> ([[πρβλ]]. [[γλωσσίδι]], [[σανίδι]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ κοπίδι[ν])
1. κοπτικό εργαλείο από σίδηρο ή χάλυβα, με ακμή κοφτερή στο ένα άκρο του, το οποίο είναι κατάλληλο για κατεργασία διαφόρων σκληρών υλικών
2. μαχαίρι τών υποδηματοποιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς, -ίδ-ος + υποκορ. κατάλ. -ι(ο)ν (πρβλ. γλωσσίδι, σανίδι)].