κυανώπης: Difference between revisions
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyanopis | |Transliteration C=kyanopis | ||
|Beta Code=kuanw/phs | |Beta Code=kuanw/phs | ||
|Definition= | |Definition=κυανώπες, [[dark-eyed]], ([[ἵπποι]]) Opp.''C.''1.307:—fem. [[κυανῶπις]], ιδος, Ἀμφιτρίτη Od.12.60, cf. Hes.''Sc.''356; Νύμφαι Anacr.2.2; Μοῦσα ''IG'' 14.1942; νᾶες κυανώπιδες B.12.160, cf. [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''559 (lyr.), ''Supp.''743 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux yeux sombres <i>ou</i> noirs.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυᾰνώπης''': -ου, ὁ, ἔχων μέλανα ὄματα, Ὀππ. Κυν. 1. 307· ― θηλ. -ῶπις, ιδος, ἐπίθετον τῆς Ἀμφιτρίτης, Ὀδ. Μ. 60, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 356· [[ὡσαύτως]] [[νῆες]] κυανώπιδες Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, Ἱκέτ. 743· πρβλ. [[κυανόπρῳρος]]. | |lstext='''κυᾰνώπης''': -ου, ὁ, ἔχων μέλανα ὄματα, Ὀππ. Κυν. 1. 307· ― θηλ. -ῶπις, ιδος, ἐπίθετον τῆς Ἀμφιτρίτης, Ὀδ. Μ. 60, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 356· [[ὡσαύτως]] [[νῆες]] κυανώπιδες Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, Ἱκέτ. 743· πρβλ. [[κυανόπρῳρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:30, 17 February 2024
English (LSJ)
κυανώπες, dark-eyed, (ἵπποι) Opp.C.1.307:—fem. κυανῶπις, ιδος, Ἀμφιτρίτη Od.12.60, cf. Hes.Sc.356; Νύμφαι Anacr.2.2; Μοῦσα IG 14.1942; νᾶες κυανώπιδες B.12.160, cf. A.Pers.559 (lyr.), Supp.743 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1522] ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aux yeux sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, ὤψ.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνώπης: -ου, ὁ, ἔχων μέλανα ὄματα, Ὀππ. Κυν. 1. 307· ― θηλ. -ῶπις, ιδος, ἐπίθετον τῆς Ἀμφιτρίτης, Ὀδ. Μ. 60, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 356· ὡσαύτως νῆες κυανώπιδες Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, Ἱκέτ. 743· πρβλ. κυανόπρῳρος.
Greek Monolingual
κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.
β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)
2. (για πλοίο) κυανόπρωρος («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. εριώπης, κυνώπης].
Greek Monotonic
κυᾰνώπης: -ου, ὁ (ὤψ), με μαύρα μάτια, θηλ. -ῶπις, -ιδος, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, αυτός που έχει σκοτεινή όψη, νῆες κυανώπιδες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κυᾰν-ώπης, ου, [ὤψ]
dark-eyed, fem.