σχολαστής: Difference between revisions
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=scholastis | |Transliteration C=scholastis | ||
|Beta Code=sxolasth/s | |Beta Code=sxolasth/s | ||
|Definition= | |Definition=σχολαστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who lives at ease]], [[man of leisure]], Com.Adesp.119, [[LXX]] ''Ex.''5.17, Plu.''Brut.''3.<br><span class="bld">II</span> as adjective, [[leisurely]], [[idle]], βίος Id.''Cic.''3,2.135b; ἀργὸς καὶ σ. ὄχλος Id.''Sol.''22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] ὁ, müßig, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] ὁ, [[müßig]], [[untätig]], [[βίος]], Plut., [[ὄχλος]] Sol. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[oisif]], [[désœuvré]] ; <i>adj.</i> [[σχολαστὴς βίος]] PLUT [[vie oisive]].<br />'''Étymologie:''' [[σχολάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχολαστής -οῦ, ὁ [σχολάζω] iem. [[die over vrije tijd kan beschikken]]. [[nietsnut]]. Plut. Sol. 22.3. die zijn tijd aan studie besteedt, kamergeleerde. Plut. Cic. 3.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχολαστής:''' οῦ adj. m<br /><b class="num">1</b> [[праздный]] ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[преданный научным]] или [[литературным занятиям]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχολαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ [[σχολαστικός]]; , ὁ [[ἄνευ]] ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. [[ὄχλος]] ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22 | |lstext='''σχολαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ [[σχολαστικός]];, ὁ [[ἄνευ]] ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. [[ὄχλος]] ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-οῦ, ὁ, Α [[σχολάζω]]<br /><b>1.</b> [[τεμπέλης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τεμπέλικος]] («σχολαστὴς [[βίος]]», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχολαστής:''' -οῦ, ὁ ([[σχολάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περνάει τη [[ζωή]] του στη [[σχόλη]], που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με [[τίποτε]], που βρίσκεται σε [[απραξία]], [[άεργος]], [[αδρανής]]· [[βίος]], στον ίδ. | |lsmtext='''σχολαστής:''' -οῦ, ὁ ([[σχολάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περνάει τη [[ζωή]] του στη [[σχόλη]], που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με [[τίποτε]], που βρίσκεται σε [[απραξία]], [[άεργος]], [[αδρανής]]· [[βίος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σχολαστής]], οῦ, ὁ, [[σχολάζω]]<br /><b class="num">I.</b> one who lives at [[ease]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[leisurely]], [[idle]], [[βίος]] Plut. | |mdlsjtxt=[[σχολαστής]], οῦ, ὁ, [[σχολάζω]]<br /><b class="num">I.</b> one who lives at [[ease]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[leisurely]], [[idle]], [[βίος]] Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:21, 18 September 2024
English (LSJ)
σχολαστοῦ, ὁ,
A one who lives at ease, man of leisure, Com.Adesp.119, LXX Ex.5.17, Plu.Brut.3.
II as adjective, leisurely, idle, βίος Id.Cic.3,2.135b; ἀργὸς καὶ σ. ὄχλος Id.Sol.22.
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, müßig, untätig, βίος, Plut., ὄχλος Sol. 22.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
oisif, désœuvré ; adj. σχολαστὴς βίος PLUT vie oisive.
Étymologie: σχολάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχολαστής -οῦ, ὁ [σχολάζω] iem. die over vrije tijd kan beschikken. nietsnut. Plut. Sol. 22.3. die zijn tijd aan studie besteedt, kamergeleerde. Plut. Cic. 3.3.
Russian (Dvoretsky)
σχολαστής: οῦ adj. m
1 праздный (βίος Plut.);
2 преданный научным или литературным занятиям Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ σχολαστικός;, ὁ ἄνευ ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, βίος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. ὄχλος ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.
Greek Monolingual
-οῦ, ὁ, Α σχολάζω
1. τεμπέλης
2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
σχολαστής: -οῦ, ὁ (σχολάζω),
I. αυτός που περνάει τη ζωή του στη σχόλη, που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.
II. ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με τίποτε, που βρίσκεται σε απραξία, άεργος, αδρανής· βίος, στον ίδ.
Middle Liddell
σχολαστής, οῦ, ὁ, σχολάζω
I. one who lives at ease, Plut.
II. as adj. leisurely, idle, βίος Plut.