νομιμόφρων: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[νομιμόφρων]], -ον, αρσ. και [[νομιμόφρονας]]<br />αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομιμοφρόνως</i><br />με [[νομιμοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>legitimiste</i> και μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
|mltxt=[[νομιμόφρων]], -ον, αρσ. και [[νομιμόφρονας]]<br />αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομιμοφρόνως</i><br />με [[νομιμοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>legitimiste</i> και μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
}}
}}

Latest revision as of 16:01, 14 December 2021

Greek Monolingual

νομιμόφρων, -ον, αρσ. και νομιμόφρονας
αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι.
επίρρ...
νομιμοφρόνως
με νομιμοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. του γαλλ. legitimiste και μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].