τριγέρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trigeron
|Transliteration C=trigeron
|Beta Code=trige/rwn
|Beta Code=trige/rwn
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[triply old]], i. e. [[very old]], <b class="b3">τ. μῦθος τάδε φωνεῖ</b> 'tis a [[thrice-told]] tale, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>314</span> (anap.); τ. Νέστωρ <span class="title">AP</span>7.144, cf. 157.</span>
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, [[triply old]], i.e. [[very old]], <b class="b3">τ. μῦθος τάδε φωνεῖ</b> 'tis a [[thrice-told]] tale, A.''Ch.''314 (anap.); τ. Νέστωρ ''AP''7.144, cf. 157.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρῐγέρων''': -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως [[γέρων]] ἢ τρὶς [[γέρων]], δηλ. ὑπεργήρως, [[τριγέρων]] [[μῦθος]] τάδε φωνεῖ, [[μῦθος]] τρὶς ἢ [[πολλάκις]] λεχθείς, [[παμπάλαιος]], Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. [[Νέστωρ]] Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ [[οἶνος]] Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.
|btext=οντος (ὁ, ἡ)<br />[[trois fois vieux]], [[très vieux]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[γέρων]].
}}
{{elnl
|elnltext=τριγέρων -οντος [τρι -, γέρων] adj., driedubbel oud, oeroud.
}}
{{pape
|ptext=οντος, <i>dreifacher [[Greis]]</i>, d.i. <i>sehr alt</i>; [[μῦθος]] Aesch. <i>Ch</i>. 312; sp.D.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οντος (ὁ, ἡ)<br />trois fois vieux, très vieux.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[γέρων]].
|elrutext='''τρῐγέρων:''' οντος adj. трижды, т. е. весьма старый, древний ([[μῦθος]] Aesch.; [[Νέστωρ]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''τρῐγέρων:''' -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή [[παλιός]], [[τριγέρων]] [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ, [[παμπάλαιος]] [[μύθος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τρῐγέρων:''' -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή [[παλιός]], [[τριγέρων]] [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ, [[παμπάλαιος]] [[μύθος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐγέρων:''' οντος adj. трижды, т. е. весьма старый, древний ([[μῦθος]] Aesch.; [[Νέστωρ]] Anth.).
|lstext='''τρῐγέρων''': -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως [[γέρων]] ἢ τρὶς [[γέρων]], δηλ. ὑπεργήρως, [[τριγέρων]] [[μῦθος]] τάδε φωνεῖ, [[μῦθος]] τρὶς ἢ [[πολλάκις]] λεχθείς, [[παμπάλαιος]], Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. [[Νέστωρ]] Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ [[οἶνος]] Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.
}}
{{elnl
|elnltext=τριγέρων -οντος [τρι -, γέρων] adj., driedubbel oud, oeroud.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-[[γέρων]], οντος, [from τρῐγένεια]<br />[[triply]] old, τρ. [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ 'tis a [[thrice]]-told [[tale]], Aesch.
|mdlsjtxt=τρῐ-[[γέρων]], οντος, [from τρῐγένεια]<br />[[triply]] old, τρ. [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ 'tis a [[thrice]]-told [[tale]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγέρων Medium diacritics: τριγέρων Low diacritics: τριγέρων Capitals: ΤΡΙΓΕΡΩΝ
Transliteration A: trigérōn Transliteration B: trigerōn Transliteration C: trigeron Beta Code: trige/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, triply old, i.e. very old, τ. μῦθος τάδε φωνεῖ 'tis a thrice-told tale, A.Ch.314 (anap.); τ. Νέστωρ AP7.144, cf. 157.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ, ἡ)
trois fois vieux, très vieux.
Étymologie: τρίς, γέρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγέρων -οντος [τρι -, γέρων] adj., driedubbel oud, oeroud.

German (Pape)

οντος, dreifacher Greis, d.i. sehr alt; μῦθος Aesch. Ch. 312; sp.D.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγέρων: οντος adj. трижды, т. е. весьма старый, древний (μῦθος Aesch.; Νέστωρ Anth.).

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για πράγματα) πολύ παλαιός, παμπάλαιος (α. «τριγέρων μῡθος τάδε φωνεῖ», Αισχύλ.
β. «τριγέρων οἶνος», Ευστ.)
αρχ.
(για πρόσ.) πολύ γέρος, υπέργηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + γέρων.

Greek Monotonic

τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή παλιός, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, παμπάλαιος μύθος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως γέρων ἢ τρὶς γέρων, δηλ. ὑπεργήρως, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, μῦθος τρὶς ἢ πολλάκις λεχθείς, παμπάλαιος, Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. Νέστωρ Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ οἶνος Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.

Middle Liddell

τρῐ-γέρων, οντος, [from τρῐγένεια]
triply old, τρ. μῦθος τάδε φωνεῖ 'tis a thrice-told tale, Aesch.