ἀπελέγχω: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apelegcho | |Transliteration C=apelegcho | ||
|Beta Code=a)pele/gxw | |Beta Code=a)pele/gxw | ||
|Definition=strengthened for [[ἐλέγχω]], | |Definition=strengthened for [[ἐλέγχω]], [[conuict]], [[expose]], [[refute]], Antipho 5.19; τινά τινος Ph.1.205; <b class="b3">εὐχέρειαν ἑαυτοῦ</b> ib.193; <b class="b3">τὴν διάνοιαν, εἰ</b>.. M.Ant.8.36: abs., [[procure a conviction]], ''CIG''4325k (Olympus); [[vindicate]], ἀ. τὸν τόκον γνήσιον Jul.''Or.''2.81d:—Pass., to [[be convicted]], [[πείσας]] of having persuaded, Antipho 5.21. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[refutar]] ταῦτα παραχρῆμα Antipho 5.19, τὴν διάνοιαν, εἰ ... M.Ant.8.36, cf. Ptol.<i>Iudic</i>.15.16, πάντας τοὺς ῥεμβομένους Sm.<i>Ps</i>.118.118.<br /><b class="num">2</b> [[probar la culpabilidad]], [[declarar culpable]] c. ac. y gen. τῆς πανουργίας ἀ. τὸν ἄδικον declarar al injusto culpable de su villanía</i> Ph.1.205, εὐχέρειαν ἀ. σεαυτοῦ declararte culpable de tu propia sumisión</i> Ph.1.193<br /><b class="num">•</b>abs. ἃ καὶ σαφῶς ἐπεγνωκὼς ὁ Ονιας ἀπήλεγχεν [[LXX]] 2<i>Ma</i>.4.33, ὧν ὁ ἀπελένξας λήνψεται τὸ τρίτον <i>TAM</i> 2.1032.11 (Olimpo)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser declarado culpable]] c. part. πείσας ... οὐδαμοῦ ἀπελέγχομαι de ningún modo soy convicto de haber inducido ...</i> Antipho 5.21.<br /><b class="num">3</b> [[probar]] τὴν μοιχείαν Aristaenet.1.5.24, τὸν τόκον γνήσιον Iul.<i>Or</i>.3.81d. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] gänzlich widerlegen, überführen, [[οὔτε]] πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, ich werde nicht überführt, daß ich überredet habe, Antiph. 5, 21; Sp., wie M. Anton. 8, 36. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] gänzlich widerlegen, überführen, [[οὔτε]] πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, ich werde nicht überführt, daß ich überredet habe, Antiph. 5, 21; Sp., wie M. Anton. 8, 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀπελέγξω, <i>ao.</i> [[ἀπήλεγξα]], <i>pf. inus.</i><br />[[réfuter]], [[convaincre d'erreur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐλέγχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπελέγχω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἐλέγχω]], [[ἐξελέγχω]], [[ἐπικρίνω]], [[ἀνασκευάζω]], Ἀντιφῶν 131. 35· τινά τινος καὶ τί τινος Φίλων 1. 205, 193, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθήκας) 4325k· τινὰ [[περί]] τι Μ. Ἀντων. 8. 36: - Παθ., ἀποδεικνύομαι, οὐδὲ πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, οὐδ’ ὅτι ἔπεισα τὸν ἄνδρα ἐλέγχομαι, ἀποδεικνύομαι, Ἀντιφῶν 132. 2. | |lstext='''ἀπελέγχω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἐλέγχω]], [[ἐξελέγχω]], [[ἐπικρίνω]], [[ἀνασκευάζω]], Ἀντιφῶν 131. 35· τινά τινος καὶ τί τινος Φίλων 1. 205, 193, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθήκας) 4325k· τινὰ [[περί]] τι Μ. Ἀντων. 8. 36: - Παθ., ἀποδεικνύομαι, οὐδὲ πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, οὐδ’ ὅτι ἔπεισα τὸν ἄνδρα ἐλέγχομαι, ἀποδεικνύομαι, Ἀντιφῶν 132. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
strengthened for ἐλέγχω, conuict, expose, refute, Antipho 5.19; τινά τινος Ph.1.205; εὐχέρειαν ἑαυτοῦ ib.193; τὴν διάνοιαν, εἰ.. M.Ant.8.36: abs., procure a conviction, CIG4325k (Olympus); vindicate, ἀ. τὸν τόκον γνήσιον Jul.Or.2.81d:—Pass., to be convicted, πείσας of having persuaded, Antipho 5.21.
Spanish (DGE)
1 refutar ταῦτα παραχρῆμα Antipho 5.19, τὴν διάνοιαν, εἰ ... M.Ant.8.36, cf. Ptol.Iudic.15.16, πάντας τοὺς ῥεμβομένους Sm.Ps.118.118.
2 probar la culpabilidad, declarar culpable c. ac. y gen. τῆς πανουργίας ἀ. τὸν ἄδικον declarar al injusto culpable de su villanía Ph.1.205, εὐχέρειαν ἀ. σεαυτοῦ declararte culpable de tu propia sumisión Ph.1.193
•abs. ἃ καὶ σαφῶς ἐπεγνωκὼς ὁ Ονιας ἀπήλεγχεν LXX 2Ma.4.33, ὧν ὁ ἀπελένξας λήνψεται τὸ τρίτον TAM 2.1032.11 (Olimpo)
•en v. pas. ser declarado culpable c. part. πείσας ... οὐδαμοῦ ἀπελέγχομαι de ningún modo soy convicto de haber inducido ... Antipho 5.21.
3 probar τὴν μοιχείαν Aristaenet.1.5.24, τὸν τόκον γνήσιον Iul.Or.3.81d.
German (Pape)
[Seite 286] gänzlich widerlegen, überführen, οὔτε πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, ich werde nicht überführt, daß ich überredet habe, Antiph. 5, 21; Sp., wie M. Anton. 8, 36.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπελέγξω, ao. ἀπήλεγξα, pf. inus.
réfuter, convaincre d'erreur.
Étymologie: ἀπό, ἐλέγχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελέγχω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐλέγχω, ἐξελέγχω, ἐπικρίνω, ἀνασκευάζω, Ἀντιφῶν 131. 35· τινά τινος καὶ τί τινος Φίλων 1. 205, 193, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθήκας) 4325k· τινὰ περί τι Μ. Ἀντων. 8. 36: - Παθ., ἀποδεικνύομαι, οὐδὲ πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, οὐδ’ ὅτι ἔπεισα τὸν ἄνδρα ἐλέγχομαι, ἀποδεικνύομαι, Ἀντιφῶν 132. 2.
Greek Monolingual
ἀπελέγχω (Α)
1. επικρίνω, καταδικάζω κάποιον για κάτι
2. ανατρέπω, αντικρούω.
Greek Monotonic
ἀπελέγχω: μέλ. -ξω, επιτετ. του ἐλέγχω, επικρίνω με δριμύτητα, ανασκευάζω, αποδεικνύω, σε Αντιφ.
Middle Liddell
to refute thoroughly, Antipho.