ὀμβρέω: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omvreo | |Transliteration C=omvreo | ||
|Beta Code=o)mbre/w | |Beta Code=o)mbre/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[rain]], <b class="b3">μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός</b> when the latter rain of autumn comes, Hes.''Op.''415, cf. A.R.3.1399, Lyc.79.<br><span class="bld">II</span> trans., [[rain]] or [[shower down upon]], ἀγαθὸν ὀ. τινί Ph.1.402; πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς Id.2.397, cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 2.33.<br><span class="bld">2</span> [[bedew]], [[wet]], δακρύοις λάρνακα ''AP''7.340.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] regnen; μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, wenn es im Spätherbst regnet, Hes. O. 417; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1399. – Auch trans., beregnen, Philo u. a. Sp.; u. übertr., benetzen, δακρύοις ὀμβρήσας λάρνακα, Ep. ad. 665 (VII, 340). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] regnen; μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, wenn es im Spätherbst regnet, Hes. O. 417; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1399. – Auch trans., beregnen, Philo u. a. Sp.; u. übertr., benetzen, δακρύοις ὀμβρήσας λάρνακα, Ep. ad. 665 (VII, 340). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ὀμβρῶ]] :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> pleuvoir;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[laisser couler]], [[faire couler]];<br /><b>2</b> [[mouiller]], [[humecter]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄμβρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμβρέω:'''<br /><b class="num">1</b> (о дожде) идти, лить: μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός Hes. когда поздней осенью льют дожди;<br /><b class="num">2</b> [[орошать]], [[мочить]] (δακρύοις λάρνακα μαρμαρέην Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμβρέω''': βρέχω, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὀμβρεῖ (ὡς τὸ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, [[ὅταν]] μετὰ τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) [[δροσίζω]], [[ὑγραίνω]], τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340. | |lstext='''ὀμβρέω''': βρέχω, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὀμβρεῖ (ὡς τὸ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, [[ὅταν]] μετὰ τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) [[δροσίζω]], [[ὑγραίνω]], τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀμβρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ὄμβρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[βρέχω]], <i>μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός</i>, όταν ο Δίας στέλνει τις φθινοπωρινές βροχές, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δροσίζω]], [[υγραίνω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀμβρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ὄμβρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[βρέχω]], <i>μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός</i>, όταν ο Δίας στέλνει τις φθινοπωρινές βροχές, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δροσίζω]], [[υγραίνω]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀμβρέω]], fut. -ήσω [[ὄμβρος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[rain]], μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός [[when]] [[Zeus]] sends the [[autumn]] rains, Hes.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[bedew]], Anth. | |mdlsjtxt=[[ὀμβρέω]], fut. -ήσω [[ὄμβρος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[rain]], μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός [[when]] [[Zeus]] sends the [[autumn]] rains, Hes.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[bedew]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 16 March 2024
English (LSJ)
A rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when the latter rain of autumn comes, Hes.Op.415, cf. A.R.3.1399, Lyc.79.
II trans., rain or shower down upon, ἀγαθὸν ὀ. τινί Ph.1.402; πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς Id.2.397, cf. Nonn. D. 2.33.
2 bedew, wet, δακρύοις λάρνακα AP7.340.
3 ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει, Hsch.
German (Pape)
[Seite 329] regnen; μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, wenn es im Spätherbst regnet, Hes. O. 417; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1399. – Auch trans., beregnen, Philo u. a. Sp.; u. übertr., benetzen, δακρύοις ὀμβρήσας λάρνακα, Ep. ad. 665 (VII, 340).
French (Bailly abrégé)
ὀμβρῶ :
I. intr. pleuvoir;
II. tr. 1 laisser couler, faire couler;
2 mouiller, humecter.
Étymologie: ὄμβρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀμβρέω:
1 (о дожде) идти, лить: μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός Hes. когда поздней осенью льют дожди;
2 орошать, мочить (δακρύοις λάρνακα μαρμαρέην Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμβρέω: βρέχω, Ζεὺς ὀμβρεῖ (ὡς τὸ Ζεὺς ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, ὅταν μετὰ τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) δροσίζω, ὑγραίνω, τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.
Greek Monotonic
ὀμβρέω: μέλ. -ήσω (ὄμβρος),·
I. βρέχω, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, όταν ο Δίας στέλνει τις φθινοπωρινές βροχές, σε Ησίοδ.
II. μτβ., δροσίζω, υγραίνω, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀμβρέω, fut. -ήσω ὄμβρος
I. to rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when Zeus sends the autumn rains, Hes.
II. trans. to bedew, Anth.