παρεγγράφω: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pareggrafo
|Transliteration C=pareggrafo
|Beta Code=pareggra/fw
|Beta Code=pareggra/fw
|Definition=[γρᾰ], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[write by the side]], [[subjoin]], τὸ αὑτοῦ ὄνομα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>753c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in bad sense, [[mterpolate]], τι ἐν ψηφίσματι <span class="bibl">Aeschin.3.74</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">CG</span>17</span>, Gal.15.9 (Pass.), 17(1).606; ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ <span class="bibl">Str.9.1.10</span>; π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις <span class="bibl">Luc. <span class="title">Ind.</span> 19</span>; [[enrol illegally]] among the citizens, <b class="b3">εἰς τοὺς φυλέτας</b> Id.Bis Acc.<span class="bibl">27</span>; παρεγγραφεὶς πολίτης <span class="bibl">Aeschin.2.76</span>.</span>
|Definition=[γρᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[write by the side]], [[subjoin]], τὸ αὑτοῦ ὄνομα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''753c.<br><span class="bld">2</span> in bad sense, [[mterpolate]], τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.3.74, cf. Plu.''CG''17, Gal.15.9 (Pass.), 17(1).606; ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ Str.9.1.10; π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc. ''Ind.'' 19; [[enrol illegally]] among the citizens, <b class="b3">εἰς τοὺς φυλέτας</b> Id.Bis Acc.27; παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.2.76.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0510.png Seite 510]] daneben einschreiben, καὶ τὸ [[αὑτοῦ]] [[ὄνομα]], Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς [[πολίτης]], 2, 76; vgl. Harpocr. v. [[διαψήφισις]] u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ [[ἀστός]] oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0510.png Seite 510]] daneben einschreiben, καὶ τὸ [[αὑτοῦ]] [[ὄνομα]], Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς [[πολίτης]], 2, 76; vgl. Harpocr. v. [[διαψήφισις]] u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ [[ἀστός]] oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[inscrire à côté]], [[ajouter sur un registre]] ; faire inscrire sur une liste;<br /><b>2</b> [[inscrire par fraude]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγγράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρεγγράφω:''' (ᾰφ)<br /><b class="num">1</b> [[приписывать]], [[надписывать]] (τὸ [[αὑτοῦ]] [[ὄνομα]] Plat.; τὸν στίχον τοῦτον Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[незаконно вписывать]], [[вставлять]] (τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.; ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc.); незаконно зачислять (παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Aeschin.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεγγράφω''': [[γράφω]] πλησίον, προσθέτω, [[ἐπισυνάπτω]], τὸ αὑτοῦ [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παρενείρω]], [[παρεισάγω]], τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· [[ἐγγράφω]] παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. [[παρέγγραπτος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, [[δημοποίητος]]», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».
|lstext='''παρεγγράφω''': [[γράφω]] πλησίον, προσθέτω, [[ἐπισυνάπτω]], τὸ αὑτοῦ [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παρενείρω]], [[παρεισάγω]], τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· [[ἐγγράφω]] παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. [[παρέγγραπτος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, [[δημοποίητος]]», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;<br /><b>2</b> inscrire par fraude.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγγράφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παραποιώ]], σε Αισχίν.· παρεγγραφείς [[πολίτης]] = [[παρέγγραπτος]], στον ίδ.
|lsmtext='''παρεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παραποιώ]], σε Αισχίν.· παρεγγραφείς [[πολίτης]] = [[παρέγγραπτος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεγγράφω:''' (ᾰφ)<br /><b class="num">1)</b> [[приписывать]], [[надписывать]] (τὸ [[αὑτοῦ]] [[ὄνομα]] Plat.; τὸν στίχον τοῦτον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> незаконно вписывать, вставлять (τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.; ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc.); незаконно зачислять (παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Aeschin.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[interpolate]], Aeschin.; παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] = [[παρέγγραπτος]], Aeschin.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[interpolate]], Aeschin.; παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] = [[παρέγγραπτος]], Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγγράφω Medium diacritics: παρεγγράφω Low diacritics: παρεγγράφω Capitals: ΠΑΡΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: parengráphō Transliteration B: parengraphō Transliteration C: pareggrafo Beta Code: pareggra/fw

English (LSJ)

[γρᾰ],
A write by the side, subjoin, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Pl.Lg.753c.
2 in bad sense, mterpolate, τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.3.74, cf. Plu.CG17, Gal.15.9 (Pass.), 17(1).606; ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ Str.9.1.10; π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc. Ind. 19; enrol illegally among the citizens, εἰς τοὺς φυλέτας Id.Bis Acc.27; παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.2.76.

German (Pape)

[Seite 510] daneben einschreiben, καὶ τὸ αὑτοῦ ὄνομα, Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς πολίτης, 2, 76; vgl. Harpocr. v. διαψήφισις u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ ἀστός oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird.

French (Bailly abrégé)

1 inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;
2 inscrire par fraude.
Étymologie: παρά, ἐγγράφω.

Russian (Dvoretsky)

παρεγγράφω: (ᾰφ)
1 приписывать, надписывать (τὸ αὑτοῦ ὄνομα Plat.; τὸν στίχον τοῦτον Plut.);
2 незаконно вписывать, вставлять (τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.; ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc.); незаконно зачислять (παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγγράφω: γράφω πλησίον, προσθέτω, ἐπισυνάπτω, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρενείρω, παρεισάγω, τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· ἐγγράφω παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς πολίτης Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. παρέγγραπτος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, δημοποίητος», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».

Greek Monolingual

ΝΜΑ εγγράφω
νεοελλ.
φρ. «παρεγγεγραμμένος κύκλος σε τρίγωνο»
μαθημ. κύκλος που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών του τριγώνου
(μσν.-αρχ.)
1. παρενείρω, εισάγω αντικανονικά ή παράνομα («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις», Λουκιαν.)
2. παραποιώ, παραχαράσσω («πόσα ἐξαλείφουσι, πόσα παρεγγράφουσι», Ιω. Χρυσ.)
αρχ.
1. γράφω δίπλα, επισυνάπτω («παρεγγράφειν τὸ αυτοῦ ὄνομα», Πλάτ.)
2. ραδιουργώ («παραγραφέντων
ῥαδιουργηθέντων», Ησύχ.)
3. φρ. «παρεγγραφεὶς πολίτης» ή «παραγεγραμμένος πολίτης» — πολίτης που δεν πολιτογραφήθηκε σύμφωνα με τους νόμους.

Greek Monotonic

παρεγγράφω: μέλ. -ψω, παραποιώ, σε Αισχίν.· παρεγγραφείς πολίτης = παρέγγραπτος, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to interpolate, Aeschin.; παρεγγραφεὶς πολίτης = παρέγγραπτος, Aeschin.