διαμπάξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diampaks
|Transliteration C=diampaks
|Beta Code=diampa/c
|Beta Code=diampa/c
|Definition=(for <b class="b3">δι-ανα-πάξ</b>), Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[right through]], [[through andthrough]], c. gen., στέρνων δ. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>65</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Supp.</span>945</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>994</span> (lyr.); δι' αἴας Φρυγίας δ. <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>548</span>(lyr.); ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.4.23</span>; δ. ἄχρις <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>27.4</span>; πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος <span class="bibl">Plu. <span class="title">Crass.</span>25</span>.</span>
|Definition=(for [[διαναπάξ]]), Adv. [[right through]], [[through and through]], c. gen., στέρνων δ. [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''65, cf. ''Supp.''945, E.''Ba.''994 (lyr.); δι' αἴας Φρυγίας δ. A.''Supp.''548(lyr.); ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.''HG''7.4.23; δ. ἄχρις Luc.''DMort.''27.4; πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu. ''Crass.''25.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> adv. <br /><b class="num">1</b> [[de parte a parte]], [[completamente]] ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας μηλοβότου Φρυγίας δ. se lanza a través de la tierra de Asia, de una a otra parte de Frigia criadora de ovejas</i> A.<i>Supp</i>.548, ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.<i>HG</i> 7.4.23, πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu.<i>Crass</i>.25, παίω δ. ἐς τὸν στέρνον Luc.<i>DMeretr</i>.13.3, βάλλεται καταπέλτῃ διὰ τῆς ἀσπίδος δ. Arr.<i>An</i>.2.27.2, τρύπησον τρυπάνῳ τὸ στέλεχος δ. <i>Gp</i>.9.8, cf. S.<i>Fr</i>.10g.43.10, Luc.<i>DMort</i>.22.4, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[directamente]] εὐθυβόλως καὶ δ. περαιωθῆναι τὸ πέλαγος Hld.5.22.8, δ. ἐπὶ τὸν θάλαμον ἵεται Hld.7.9.2.<br /><b class="num">II</b> prep. de gen. [[a través de]] στέρνων A.<i>Pr</i>.65, τῶνδ' ἐφήλωται ... γόμφος δ. A.<i>Supp</i>.945, φονεύουσα λαιμῶν δ. E.<i>Ba</i>.994, 1014.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] (VLL. [[διαπαντός]], [[διόλου]], von [[πήγνυμι]]?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν [[διαμπάξ]], Xen. Hell. 7, 4, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] (VLL. [[διαπαντός]], [[διόλου]], von [[πήγνυμι]]?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν [[διαμπάξ]], Xen. Hell. 7, 4, 23.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''διαμπάξ''': ἐπίρρ., [[πέρα]] [[πέρα]], ἀπ’ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994· δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23· δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4.
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[de part en part]] : στέρνων [[διαμπάξ]] ESCHL de part en part à travers la poitrine;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'un pays</i> d'un bout à l'autre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]], [[ἀνά]] et *[[πάξ]] de [[ἅπαξ]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de part en part : στέρνων [[διαμπάξ]] ESCHL de part en part à travers la poitrine;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’un pays</i> d’un bout à l’autre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]], [[ἀνά]] et *[[πάξ]] de [[ἅπαξ]].
|elnltext=διαμπάξ [διά, ἀνά, ~ πήγνυμι] adv., dwars erdoorheen, dwars doormidden:; ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ hij had een wond in zijn dijbeen opgelopen, er dwars doorheen Xen. Hell. 7.3.24; πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοὔδαφος de voeten waren dwars door het midden aan de grond gespijkerd Plut. Crass. 25.6; met gen.: στέρνων δ. dwars door de borst Aeschl. PV 65; Φρυγίας διαμπάξ dwars door Frygië heen Aeschl. Suppl. 548.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=<b class="num">I</b> adv. <br /><b class="num">1</b> [[de parte a parte]], [[completamente]] ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας μηλοβότου Φρυγίας δ. se lanza a través de la tierra de Asia, de una a otra parte de Frigia criadora de ovejas</i> A.<i>Supp</i>.548, ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.<i>HG</i> 7.4.23, πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu.<i>Crass</i>.25, παίω δ. ἐς τὸν στέρνον Luc.<i>DMeretr</i>.13.3, βάλλεται καταπέλτῃ διὰ τῆς ἀσπίδος δ. Arr.<i>An</i>.2.27.2, τρύπησον τρυπάνῳ τὸ στέλεχος δ. <i>Gp</i>.9.8, cf. S.<i>Fr</i>.10g.43.10, Luc.<i>DMort</i>.22.4, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[directamente]] εὐθυβόλως καὶ δ. περαιωθῆναι τὸ πέλαγος Hld.5.22.8, δ. ἐπὶ τὸν θάλαμον ἵεται Hld.7.9.2.<br /><b class="num">II</b> prep. de gen. [[a través de]] στέρνων A.<i>Pr</i>.65, τῶνδ' ἐφήλωται ... γόμφος δ. A.<i>Supp</i>.945, φονεύουσα λαιμῶν δ. E.<i>Ba</i>.994, 1014.
|elrutext='''διαμπάξ:'''<br /><b class="num">I</b> adv. [[насквозь]], [[сквозь]], [[навылет]] (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1</b> [[через]] (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[навылет]] (στέρνων δ. Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμπάξ:'''<br /><b class="num">I</b> adv. (на)сквозь, навылет (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> [[через]] (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[навылет]] (στέρνων δ. Aesch.).
|lstext='''διαμπάξ''': ἐπίρρ., [[πέρα]] [[πέρα]], ἀπ’ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994· δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23· δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=διαμπάξ [διά, ἀνά, ~ πήγνυμι] adv., dwars erdoorheen, dwars doormidden:; ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ hij had een wond in zijn dijbeen opgelopen, er dwars doorheen Xen. Hell. 7.3.24; πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοὔδαφος de voeten waren dwars door het midden aan de grond gespijkerd Plut. Crass. 25.6; met gen.: στέρνων δ. dwars door de borst Aeschl. PV 65; Φρυγίας διαμπάξ dwars door Frygië heen Aeschl. Suppl. 548.
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 21:24, 12 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμπάξ Medium diacritics: διαμπάξ Low diacritics: διαμπάξ Capitals: ΔΙΑΜΠΑΞ
Transliteration A: diampáx Transliteration B: diampax Transliteration C: diampaks Beta Code: diampa/c

English (LSJ)

(for διαναπάξ), Adv. right through, through and through, c. gen., στέρνων δ. A.Pr.65, cf. Supp.945, E.Ba.994 (lyr.); δι' αἴας Φρυγίας δ. A.Supp.548(lyr.); ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.HG7.4.23; δ. ἄχρις Luc.DMort.27.4; πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu. Crass.25.

Spanish (DGE)

I adv.
1 de parte a parte, completamente ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας μηλοβότου Φρυγίας δ. se lanza a través de la tierra de Asia, de una a otra parte de Frigia criadora de ovejas A.Supp.548, ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.HG 7.4.23, πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu.Crass.25, παίω δ. ἐς τὸν στέρνον Luc.DMeretr.13.3, βάλλεται καταπέλτῃ διὰ τῆς ἀσπίδος δ. Arr.An.2.27.2, τρύπησον τρυπάνῳ τὸ στέλεχος δ. Gp.9.8, cf. S.Fr.10g.43.10, Luc.DMort.22.4, Hsch.
2 directamente εὐθυβόλως καὶ δ. περαιωθῆναι τὸ πέλαγος Hld.5.22.8, δ. ἐπὶ τὸν θάλαμον ἵεται Hld.7.9.2.
II prep. de gen. a través de στέρνων A.Pr.65, τῶνδ' ἐφήλωται ... γόμφος δ. A.Supp.945, φονεύουσα λαιμῶν δ. E.Ba.994, 1014.

German (Pape)

[Seite 590] (VLL. διαπαντός, διόλου, von πήγνυμι?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ, Xen. Hell. 7, 4, 23.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de part en part : στέρνων διαμπάξ ESCHL de part en part à travers la poitrine;
2 en parl. d'un pays d'un bout à l'autre.
Étymologie: DELG διά, ἀνά et *πάξ de ἅπαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμπάξ [διά, ἀνά, ~ πήγνυμι] adv., dwars erdoorheen, dwars doormidden:; ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ hij had een wond in zijn dijbeen opgelopen, er dwars doorheen Xen. Hell. 7.3.24; πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοὔδαφος de voeten waren dwars door het midden aan de grond gespijkerd Plut. Crass. 25.6; met gen.: στέρνων δ. dwars door de borst Aeschl. PV 65; Φρυγίας διαμπάξ dwars door Frygië heen Aeschl. Suppl. 548.

Russian (Dvoretsky)

διαμπάξ:
I adv. насквозь, сквозь, навылет (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).
II praep. cum gen.
1 через (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);
2 навылет (στέρνων δ. Aesch.).

Greek Monolingual

διαμπάξ (Α)
1. πέρα ώς πέρα, από τη μια ώς την άλλη πλευρά ή άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανά + πάξ που μαρτυρείται στο ά-παξ (πρβλ. πήγνυμι, αλλά και διαμπερές)].

Greek Monotonic

διαμπάξ: επίρρ., επιτετ. τύπος του διά, πέρα ως πέρα, απ' άκρη σε άκρη, εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διαμπάξ: ἐπίρρ., πέρα πέρα, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994· δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23· δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: right through, through and through (trag., X)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From διά, ἀνά and -πάξ in ἅπαξ; perhaps after διαπερες.

Middle Liddell

adverb[strengthened for διά]
right through, through and through, c. gen., Aesch., Eur.; also c. acc., Xen.

English (Woodhouse)

completely, right through, through and through

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)