μανότης: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=manotis | |Transliteration C=manotis | ||
|Beta Code=mano/ths | |Beta Code=mano/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, opp. [[πυκνότης]], < | |Definition=-ητος, ἡ, opp. [[πυκνότης]],<br><span class="bld">A</span> [[looseness of texture]], [[porousness]], [[σπληνός]], [[ὀστῶν]], Pl.''Ti.''72c, 86d; σαρκός [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1129a22, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''1.5.4, al.<br><span class="bld">II</span> [[rarity]], [[separateness]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''812d; τῶν φυτευομένων [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.7.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0093.png Seite 93]] ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0093.png Seite 93]] ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[πυκνότης]], Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[défaut de consistance]], [[de densité]].<br />'''Étymologie:''' [[μανός]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[πυκνότης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾱνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[разреженность]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[рыхлость]] или [[пористость]] (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μανότης''': -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ [[πυκνότης]], [[χαλαρότης]] συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. [[ὀλιγότης]], [[σπάνις]], Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «[[μανότης]]· [[ἀραιότης]]» Ἡσύχ. | |lstext='''μανότης''': -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ [[πυκνότης]], [[χαλαρότης]] συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. [[ὀλιγότης]], [[σπάνις]], Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «[[μανότης]]· [[ἀραιότης]]» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μανότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλαρότητα]] στην ύφανση, [[πορώδης]] [[επιφάνεια]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[πενιχρότητα]], [[σπανιότητα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μανότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλαρότητα]] στην ύφανση, [[πορώδης]] [[επιφάνεια]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[πενιχρότητα]], [[σπανιότητα]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 21:24, 1 November 2024
English (LSJ)
-ητος, ἡ, opp. πυκνότης,
A looseness of texture, porousness, σπληνός, ὀστῶν, Pl.Ti.72c, 86d; σαρκός Arist.EN1129a22, cf. Thphr. HP1.5.4, al.
II rarity, separateness, Pl.Lg.812d; τῶν φυτευομένων Thphr. CP 3.7.1.
German (Pape)
[Seite 93] ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im Gegensatz von πυκνότης, Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
défaut de consistance, de densité.
Étymologie: μανός.
Ant. πυκνότης.
Russian (Dvoretsky)
μᾱνότης: ητος ἡ
1 разреженность Plat.;
2 рыхлость или пористость (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μανότης: -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ πυκνότης, χαλαρότης συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. ὀλιγότης, σπάνις, Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «μανότης· ἀραιότης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μανότης, -ητος, ἡ (Α) μανός
1. η χαλαρότητα, το πορώδες της σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.)
2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.).
Greek Monotonic
μανότης: -ητος, ἡ,
I. χαλαρότητα στην ύφανση, πορώδης επιφάνεια, σε Αριστ.
II. πενιχρότητα, σπανιότητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μανότης, ητος, ἡ,
I. looseness of texture, porousness, Arist.
II. fewness, scantiness, Plat.