συνθεσία: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (LSJ1 replacement) |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synthesia | |Transliteration C=synthesia | ||
|Beta Code=sunqesi/a | |Beta Code=sunqesi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[σύνθεσις]] ΙΙΙ, mostly in plural, [[covenant]], [[treaty]], <b class="b3">πῇ δὴ συνθεσίαι..</b>; Il.2.339, cf. A.R.1.340, etc.: also in sg., Id.4.340, al., Epic.''Oxy.''214r.13; <b class="b3">περὶ συνθεσίης</b> for a [[wager]], Posidipp. ap. Ath.10.412e (<b class="b3">καίπερ σ.</b> codd.).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ'.. ἐλήθετο συνθεσιάων</b> nor did he forget the [[instructions]], Il.5.319.<br><span class="bld">II</span> Medic., = [[continuatio]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[convention]], [[pacte]];<br /><b>2</b> [[instructions]], [[ordres]].<br />'''Étymologie:''' [[συντίθημι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Übereinkunft]], [[Vertrag]]</i>, wie [[συνθήκη]]; πῇ δὴ συνθεσίαι καὶ ὅρκια βήσεται [[ἡμῖν]], <i>Il</i>. 2.339; aber οὐδ' ἐλήθετο συνθεσιάων, 5.319, <i>ist der auf [[Verabredung]] beruhende [[Auftrag]]</i>; Sp. = <i>[[Wette]]</i>, Posidipp. bei Ath. 412e; vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 527. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνθεσία:''' ион. [[συνθεσίη]] ἡ pl.<br /><b class="num">1</b> [[соглашение]], [[условие]] или [[обет]] Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[указание]], [[наставление]] Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνθεσία''': ἡ, = [[σύνθεσις]]· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, [[συμφωνία]], [[σύμβασις]], [[συνθήκη]], πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. [[σύνθεσις]] ΙΙΙ, [[συνθήκη]] ΙΙ, [[συνημοσύνη]]. | |lstext='''συνθεσία''': ἡ, = [[σύνθεσις]]· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, [[συμφωνία]], [[σύμβασις]], [[συνθήκη]], πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. [[σύνθεσις]] ΙΙΙ, [[συνθήκη]] ΙΙ, [[συνημοσύνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνθεσία:''' ἡ ([[συντίθημι]]), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το <i>συνθῆκαι</i>· [[σύμβαση]], [[συνθήκη]], [[σύμφωνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., <i>συνθεσιάων</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''συνθεσία:''' ἡ ([[συντίθημι]]), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το <i>συνθῆκαι</i>· [[σύμβαση]], [[συνθήκη]], [[σύμφωνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., <i>συνθεσιάων</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνθεσία]], ἡ, [[συντίθημι]]<br />[[mostly]] in plural, like συνθῆκαι, a [[covenant]], [[treaty]], Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il. | |mdlsjtxt=[[συνθεσία]], ἡ, [[συντίθημι]]<br />[[mostly]] in plural, like συνθῆκαι, a [[covenant]], [[treaty]], Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A = σύνθεσις ΙΙΙ, mostly in plural, covenant, treaty, πῇ δὴ συνθεσίαι..; Il.2.339, cf. A.R.1.340, etc.: also in sg., Id.4.340, al., Epic.Oxy.214r.13; περὶ συνθεσίης for a wager, Posidipp. ap. Ath.10.412e (καίπερ σ. codd.).
2 οὐδ'.. ἐλήθετο συνθεσιάων nor did he forget the instructions, Il.5.319.
II Medic., = continuatio, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 convention, pacte;
2 instructions, ordres.
Étymologie: συντίθημι.
German (Pape)
ἡ, Übereinkunft, Vertrag, wie συνθήκη; πῇ δὴ συνθεσίαι καὶ ὅρκια βήσεται ἡμῖν, Il. 2.339; aber οὐδ' ἐλήθετο συνθεσιάων, 5.319, ist der auf Verabredung beruhende Auftrag; Sp. = Wette, Posidipp. bei Ath. 412e; vgl. Lobeck Phryn. 527.
Russian (Dvoretsky)
συνθεσία: ион. συνθεσίη ἡ pl.
1 соглашение, условие или обет Hom.;
2 указание, наставление Hom.
Greek (Liddell-Scott)
συνθεσία: ἡ, = σύνθεσις· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνία, σύμβασις, συνθήκη, πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. σύνθεσις ΙΙΙ, συνθήκη ΙΙ, συνημοσύνη.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α
1. συναρμογή, αρμός
2. συνέχεια
3. στοίχημα
4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι
α) συνθήκες, συμφωνίες
β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ' υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε -ία].
Greek Monotonic
συνθεσία: ἡ (συντίθημι), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το συνθῆκαι· σύμβαση, συνθήκη, σύμφωνο, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., συνθεσιάων, στον ίδ.
Middle Liddell
συνθεσία, ἡ, συντίθημι
mostly in plural, like συνθῆκαι, a covenant, treaty, Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.