χωρητικός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choritikos | |Transliteration C=choritikos | ||
|Beta Code=xwrhtiko/s | |Beta Code=xwrhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=χωρητική, χωρητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to contain]], [[ὑγρότητος]] Sch.Ptol.19.<br><span class="bld">2</span> [[capable of]], ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.''NA''2.11, cf. S.E.''P.''3.121. Adv. [[χωρητικῶς]] Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[χανδόν]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1387.png Seite 1387]] fassend, in sich begreifend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1387.png Seite 1387]] fassend, in sich begreifend, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />capable de contenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χωρέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χωρητικός:''' [[способный вместить]], [[вмещающий]] (τινος Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωρητικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, [[δεκτικός]], λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ. | |lstext='''χωρητικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, [[δεκτικός]], λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χωρητός]]<br />ο [[ικανός]] να χωρέσει, να περιλάβει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χωρητική [[αντίσταση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η [[αντίσταση]] που προβάλλει στη [[διέλευση]] ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος [[ένας]] [[πυκνωτής]] ή [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]] [[αγωγός]] ορισμένης χωρητικότητας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δεκτικός]] επιδράσεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωρητικῶς</i> Α<br />με χωρητικό τρόπο, με [[δεκτικότητα]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[χωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χωρητός]]<br />ο [[ικανός]] να χωρέσει, να περιλάβει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χωρητική [[αντίσταση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η [[αντίσταση]] που προβάλλει στη [[διέλευση]] ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος [[ένας]] [[πυκνωτής]] ή [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]] [[αγωγός]] ορισμένης χωρητικότητας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δεκτικός]] επιδράσεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωρητικῶς</i> Α<br />με χωρητικό τρόπο, με [[δεκτικότητα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
χωρητική, χωρητικόν,
A able to contain, ὑγρότητος Sch.Ptol.19.
2 capable of, ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.NA2.11, cf. S.E.P.3.121. Adv. χωρητικῶς Suid. s.v. χανδόν.
German (Pape)
[Seite 1387] fassend, in sich begreifend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de contenir, gén..
Étymologie: χωρέω.
Russian (Dvoretsky)
χωρητικός: способный вместить, вмещающий (τινος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
χωρητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρητός
ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι
νεοελλ.
φρ. «χωρητική αντίσταση»
(ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός ορισμένης χωρητικότητας
αρχ.
ο δεκτικός επιδράσεων.
επίρρ...
χωρητικῶς Α
με χωρητικό τρόπο, με δεκτικότητα.