βουπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vouporos
|Transliteration C=vouporos
|Beta Code=boupo/ros
|Beta Code=boupo/ros
|Definition=ον, (πείρω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ox-piercing]], <b class="b3">β. ὀβελός</b> a spit [[large enough for a whole ox]], <span class="bibl">Hdt.2.135</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>302</span>; <b class="b3">ἀμφώβολοι σφαγῆς… βουπόροι</b> spits [[fit to pierce an ox's]] throat, <span class="bibl">Id.<span class="title">Andr.</span>1134</span>; β. ὀβελίσκος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.8.14</span>.</span>
|Definition=βουπόρον, ([[πείρω]]) [[ox-piercing]], βουπόρος [[ὀβελός]] a [[spit]] [[large enough for a whole ox]], [[Herodotus|Hdt.]]2.135, cf. E.''Cyc.''302; <b class="b3">ἀμφώβολοι σφαγῆς… βουπόροι</b> spits [[fit to pierce an ox's]] throat, Id.''Andr.''1134; β. [[ὀβελίσκος]] X.''An.''7.8.14.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βοο- Zonar.123.18C.<br /><b class="num">I</b> [[capaz de atravesar un toro]] ὀβελός Hdt.2.135, E.<i>Cyc</i>.302, ὀβελίσκος X.<i>An</i>.7.8.14, ἀμφώβολοι E.<i>Andr</i>.1134.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ β. [[espetón grande]] Zonar.l.c.<br /><b class="num">2</b> τὸ β. [[obelisco]] β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.<i>Fr</i>.110.45.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0459.png Seite 459]] Rinder durchbohrend, [[ὀβελός]], ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0459.png Seite 459]] Rinder durchbohrend, [[ὀβελός]], ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135.
}}
{{ls
|lstext='''βουπόρος''': -ον, ([[πείρω]]) ὁ διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. [[ὀβελός]], [[σοῦβλα]] ἱκανῶς [[μεγάλη]] δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι [[ὅπως]] διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[πείρω]].
|btext=ος, ον :<br />propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[πείρω]].
}}
}}
{{DGE
{{elnl
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βοο- Zonar.123.18C.<br /><b class="num">I</b> [[capaz de atravesar un toro]] ὀβελός Hdt.2.135, E.<i>Cyc</i>.302, ὀβελίσκος X.<i>An</i>.7.8.14, ἀμφώβολοι E.<i>Andr</i>.1134.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> β. [[espetón grande]] Zonar.l.c.<br /><b class="num">2</b> τὸ β. [[obelisco]] β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.<i>Fr</i>.110.45.
|elnltext=[[βουπόρος]] -ον [[βοῦς]], [[πείρω]] rund-doorborend.
}}
{{elru
|elrutext='''βουπόρος:''' [[пронзающий]] (целого) быка ([[ὀβελός]] Her., Eur.; [[ὀβελίσκος]] Xen.; σφαγῆς Eur.).
}}
{{ls
|lstext='''βουπόρος''': -ον, ([[πείρω]]) διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. [[ὀβελός]], [[σοῦβλα]] ἱκανῶς [[μεγάλη]] δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι [[ὅπως]] διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· [[βουπόρος]] [[ὀβελός]], [[σούβλα]] αρκετά [[μεγάλη]] ώστε να χωρά διατρυπώντας [[ολόκληρο]] το [[βόδι]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''βουπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· [[βουπόρος]] [[ὀβελός]], [[σούβλα]] αρκετά [[μεγάλη]] ώστε να χωρά διατρυπώντας [[ολόκληρο]] το [[βόδι]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουπόρος:''' [[пронзающий]] (целого) быка ([[ὀβελός]] Her., Eur.; [[ὀβελίσκος]] Xen.; σφαγῆς Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πείρω]]<br />ox-[[piercing]], βουπ. [[ὀβελός]] a [[spit]] [[large]] [[enough]] to [[spit]] an ox, Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=[[πείρω]]<br />ox-[[piercing]], βουπ. [[ὀβελός]] a [[spit]] [[large]] [[enough]] to [[spit]] an ox, Hdt., Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουπόρος]] -ον [[βοῦς]], [[πείρω]] rund-doorborend.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουπόρος Medium diacritics: βουπόρος Low diacritics: βουπόρος Capitals: ΒΟΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: boupóros Transliteration B: bouporos Transliteration C: vouporos Beta Code: boupo/ros

English (LSJ)

βουπόρον, (πείρω) ox-piercing, βουπόρος ὀβελός a spit large enough for a whole ox, Hdt.2.135, cf. E.Cyc.302; ἀμφώβολοι σφαγῆς… βουπόροι spits fit to pierce an ox's throat, Id.Andr.1134; β. ὀβελίσκος X.An.7.8.14.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): βοο- Zonar.123.18C.
I capaz de atravesar un toro ὀβελός Hdt.2.135, E.Cyc.302, ὀβελίσκος X.An.7.8.14, ἀμφώβολοι E.Andr.1134.
II subst.
1 ὁ β. espetón grande Zonar.l.c.
2 τὸ β. obelisco β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.Fr.110.45.

German (Pape)

[Seite 459] Rinder durchbohrend, ὀβελός, ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).
Étymologie: βοῦς, πείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουπόρος -ον βοῦς, πείρω rund-doorborend.

Russian (Dvoretsky)

βουπόρος: пронзающий (целого) быка (ὀβελός Her., Eur.; ὀβελίσκος Xen.; σφαγῆς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

βουπόρος: -ον, (πείρω) ὁ διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. ὀβελός, σοῦβλα ἱκανῶς μεγάλη δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι ὅπως διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14.

Greek Monolingual

βουπόρος, -ον (Α)
φρ. «βουπόρος ὀβελός» — σούβλα αρκετά μεγάλη για να διατρυπήσει ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πείρω «διαπερνώ, διατρυπώ»)].

Greek Monotonic

βουπόρος: -ον (πείρω), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· βουπόρος ὀβελός, σούβλα αρκετά μεγάλη ώστε να χωρά διατρυπώντας ολόκληρο το βόδι, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

πείρω
ox-piercing, βουπ. ὀβελός a spit large enough to spit an ox, Hdt., Eur.