παρδαλωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pardalotos
|Transliteration C=pardalotos
|Beta Code=pardalwto/s
|Beta Code=pardalwto/s
|Definition=ή, όν, [[spotted like the pard]], Luc.Bis Acc.8.
|Definition=παρδαλωτή, παρδαλωτόν, [[spotted like the pard]], Luc.Bis Acc.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0509.png Seite 509]] gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0509.png Seite 509]] gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.
}}
{{ls
|lstext='''παρδᾰλωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ [[πάρδαλις]], παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />tacheté comme une panthère <i>ou</i> un léopard.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλος]].
|btext=ή, όν :<br />tacheté comme une panthère <i>ou</i> un léopard.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] [[gevlekt als een panter]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρδᾰλωτός:''' как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρδᾰλωτός:''' -ή, -όν (όπως από <i>παρδαλόω</i>), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η [[λεοπάρδαλη]], σε Λουκ.
|lsmtext='''παρδᾰλωτός:''' -ή, -όν (όπως από <i>παρδαλόω</i>), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η [[λεοπάρδαλη]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρδᾰλωτός:''' как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.).
|lstext='''παρδᾰλωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ [[πάρδαλις]], παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
}}
{{elnl
|elnltext=παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] gevlekt als een panter.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρδᾰλωτός, ή, όν [as if from παρδαλόω]<br />[[spotted]] like the [[pard]], Luc.
|mdlsjtxt=παρδᾰλωτός, ή, όν [as if from παρδαλόω]<br />[[spotted]] like the [[pard]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλωτός Medium diacritics: παρδαλωτός Low diacritics: παρδαλωτός Capitals: ΠΑΡΔΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: pardalōtós Transliteration B: pardalōtos Transliteration C: pardalotos Beta Code: pardalwto/s

English (LSJ)

παρδαλωτή, παρδαλωτόν, spotted like the pard, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 509] gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tacheté comme une panthère ou un léopard.
Étymologie: πάρδαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] gevlekt als een panter.

Russian (Dvoretsky)

παρδᾰλωτός: как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ πάρδαλις
ποικιλόχρωμος, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
νεοελλ.
(το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο παρδαλωτός
γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης στρουθιόμορφα.

Greek Monotonic

παρδᾰλωτός: -ή, -όν (όπως από παρδαλόω), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η λεοπάρδαλη, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρδᾰλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ πάρδαλις, παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

Middle Liddell

παρδᾰλωτός, ή, όν [as if from παρδαλόω]
spotted like the pard, Luc.