πυλαωρός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pylaoros
|Transliteration C=pylaoros
|Beta Code=pulawro/s
|Beta Code=pulawro/s
|Definition=ὁ, Ep. for [[πυλωρός]], [[gate-keeper]], <span class="bibl">Il.21.530</span>, <span class="bibl">24.681</span>, <span class="bibl">A.R. 3.747</span>; of Odysseus in the Wooden Horse, <span class="bibl">Tryph.201</span>; [κύνας] πυλαωρούς <span class="bibl">Il.22.69</span> (quoted ap. <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.22.80</span>, but θυραωρούς Aristarch.); π. Πλούτωνος Κέρβερος <span class="title">AP</span>7.319. (<b class="b3">πυλᾰ-</b><b class="b2">sorwó-</b> (cf. [[ἐρύω]] (B)) became <b class="b3">πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-</b>, then Ep. <b class="b3">πυλᾰωρό-</b> (with <b class="b3">-ω-</b> taken from the contr. form): <b class="b3">πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό-</b> also became [[πυλαυρός]], [[πυλευρός]] ([[quod vide|qq.v.]]), and [[πυλαουρός]] ([[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Il.24.681</span>), [[πυλαορός]] ([[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">21.530</span>).)
|Definition=ὁ, Ep. for [[πυλωρός]], [[gate-keeper]], Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [κύνας] πυλαωρούς Il.22.69 (quoted ap. Arr.''Epict.''3.22.80, but θυραωρούς Aristarch.); π. Πλούτωνος Κέρβερος ''AP''7.319. (πυλᾰ-sorwó- (cf. [[ἐρύω]] (B)) became πυλᾰ- (h)ορ(ϝ)ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-, then Ep. πυλᾰωρό- (with <b class="b3">-ω-</b> taken from the contr. form): πυλᾰ- (h)ορ(ϝ)ό- also became [[πυλαυρός]], [[πυλευρός]] ([[quod vide|qq.v.]]), and [[πυλαουρός]] ([[varia lectio|v.l.]] in Il.24.681), [[πυλαορός]] ([[varia lectio|v.l.]] in 21.530).)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ὁ, ep. = [[πυλωρός]] (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ὁ, ep. = [[πυλωρός]] (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[gardien des portes]].<br />'''Étymologie:''' [[πύλη]], [[ὤρα]] ; cf. [[πυλωρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πυλαωρός -ου, ὁ &#91;[[πύλη]], [[ὀράω]]] [[poortwachter]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῠλᾰωρός:''' ὁ и ἡ Hom., Anth. = [[πυλωρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠλᾰωρός''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[πυλωρός]], ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος [[Κέρβερος]], Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ [[λέξις]] ἔπαθε μεταβολὴν [[χάριν]] τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[οὖρος]] = [[φύλαξ]]).
|lstext='''πῠλᾰωρός''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[πυλωρός]], ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος [[Κέρβερος]], Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ [[λέξις]] ἔπαθε μεταβολὴν [[χάριν]] τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[οὖρος]] = [[φύλαξ]]).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />gardien des portes.<br />'''Étymologie:''' [[πύλη]], [[ὤρα]] ; cf. [[πυλωρός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠλᾰωρός:''' ὁ, Επικ. αντί [[πυλωρός]], αυτός που συγκρατεί τις πύλες, [[φύλακας]] των [[πυλών]], σε Ομήρ. Ιλ. (μεταβάλλεται [[χάριν]] Επικ. μέτρου, από το <i>πυλαορός</i>, πρβλ. τιμαορός, [[τιμωρός]], και βλ. [[οὖρος]], [[φύλακας]]).
|lsmtext='''πῠλᾰωρός:''' ὁ, Επικ. αντί [[πυλωρός]], αυτός που συγκρατεί τις πύλες, [[φύλακας]] των [[πυλών]], σε Ομήρ. Ιλ. (μεταβάλλεται [[χάριν]] Επικ. μέτρου, από το <i>πυλαορός</i>, πρβλ. τιμαορός, [[τιμωρός]], και βλ. [[οὖρος]], [[φύλακας]]).
}}
{{elnl
|elnltext=πυλαωρός -ου, ὁ [πύλη, ὀράω] poortwachter.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠλᾰωρός:''' ὁ и ἡ Hom., Anth. = [[πυλωρός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ, [epic for [[πυλωρός]]<br />[[keeping]] the [[gate]], a [[gate]]-[[keeper]], Il. (Altered, to [[suit]] the epic [[metre]], from πυλαορός, cf. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], and v. [[οὖρος]] [[custos]].)
|mdlsjtxt=πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ, [epic for [[πυλωρός]]<br />[[keeping]] the [[gate]], a [[gate]]-[[keeper]], Il. (Altered, to [[suit]] the epic [[metre]], from πυλαορός, cf. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], and v. [[οὖρος]] [[custos]].)
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλᾰωρός Medium diacritics: πυλαωρός Low diacritics: πυλαωρός Capitals: ΠΥΛΑΩΡΟΣ
Transliteration A: pylaōrós Transliteration B: pylaōros Transliteration C: pylaoros Beta Code: pulawro/s

English (LSJ)

ὁ, Ep. for πυλωρός, gate-keeper, Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [κύνας] πυλαωρούς Il.22.69 (quoted ap. Arr.Epict.3.22.80, but θυραωρούς Aristarch.); π. Πλούτωνος Κέρβερος AP7.319. (πυλᾰ-sorwó- (cf. ἐρύω (B)) became πυλᾰ- (h)ορ(ϝ)ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-, then Ep. πυλᾰωρό- (with -ω- taken from the contr. form): πυλᾰ- (h)ορ(ϝ)ό- also became πυλαυρός, πυλευρός (qq.v.), and πυλαουρός (v.l. in Il.24.681), πυλαορός (v.l. in 21.530).)

German (Pape)

[Seite 817] ὁ, ep. = πυλωρός (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gardien des portes.
Étymologie: πύλη, ὤρα ; cf. πυλωρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλαωρός -ου, ὁ [πύλη, ὀράω] poortwachter.

Russian (Dvoretsky)

πῠλᾰωρός: ὁ и ἡ Hom., Anth. = πυλωρός.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλᾰωρός: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ πυλωρός, ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, ἔνθα γίνεται λόγος περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος Κέρβερος, Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ λέξις ἔπαθε μεταβολὴν χάριν τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. τιμάορος, τιμωρός, καὶ ἴδε ἐν λ. οὖρος = φύλαξ).

English (Autenrieth)

(root ϝορ, ὁράω): gatekeeper, pl. (Il.)

Greek Monolingual

και πυλαουρός και πυλαορός, ὁ, Α
βλ. πυλωρός.

Greek Monotonic

πῠλᾰωρός: ὁ, Επικ. αντί πυλωρός, αυτός που συγκρατεί τις πύλες, φύλακας των πυλών, σε Ομήρ. Ιλ. (μεταβάλλεται χάριν Επικ. μέτρου, από το πυλαορός, πρβλ. τιμαορός, τιμωρός, και βλ. οὖρος, φύλακας).

Middle Liddell

πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ, [epic for πυλωρός
keeping the gate, a gate-keeper, Il. (Altered, to suit the epic metre, from πυλαορός, cf. τιμάορος, τιμωρός, and v. οὖρος custos.)