φιλαλήθεια: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filalitheia
|Transliteration C=filalitheia
|Beta Code=filalh/qeia
|Beta Code=filalh/qeia
|Definition=ἡ, [[sincerity]], [[ingenuousness]], τρόπου <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.198b</span>.
|Definition=ἡ, [[sincerity]], [[ingenuousness]], τρόπου Them.''Or.''15.198b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] ἡ, Wahrheitsliebe (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] ἡ, [[Wahrheitsliebe]] (?).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλαλήθης]]<br />η [[αγάπη]] για την [[αλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τη μεταφυσ.-θεολ. [[αντίληψη]]) δεδομένη και απόλυτη [[ιδιότητα]] του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την [[έννοια]] της αλήθειας, έξω από [[κάθε]] τοπικό ή [[χρονικό]] προσδιορισμό<br />β) ([[κατά]] την ανθρωπολ. [[προσέγγιση]]) η [[τάση]] για [[αναζήτηση]] της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την [[αλήθεια]], [[έννοια]] που δηλώνει [[συνήθως]] την καλή [[πίστη]] ή [[πρόθεση]] εκείνου που μιλάει, [[χωρίς]] να ταυτίζεται με την [[αλήθεια]] ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλαλήθης]]<br />η [[αγάπη]] για την [[αλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τη μεταφυσ.-θεολ. [[αντίληψη]]) δεδομένη και απόλυτη [[ιδιότητα]] του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την [[έννοια]] της αλήθειας, έξω από [[κάθε]] τοπικό ή [[χρονικό]] προσδιορισμό<br />β) ([[κατά]] την ανθρωπολ. [[προσέγγιση]]) η [[τάση]] για [[αναζήτηση]] της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την [[αλήθεια]], [[έννοια]] που δηλώνει [[συνήθως]] την καλή [[πίστη]] ή [[πρόθεση]] εκείνου που μιλάει, [[χωρίς]] να ταυτίζεται με την [[αλήθεια]] ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.
}}
{{trml
|trtx====[[sincerity]]===
Arabic: إِخْلَاص‎; Azerbaijani: səmimilik, səmimiyyət; Belarusian: шчырасць, адкрытасць; Bulgarian: искреност; Catalan: sinceritat; Cebuano: sinceridad; Chinese Mandarin: 真誠/真诚, 真心, 誠實/诚实, 真摯/真挚, 誠意/诚意; Czech: upřímnost; Danish: oprigtighed; Dutch: [[oprechtheid]]; Esperanto: sincereco; Finnish: rehellisyys, vilpittömyys; French: [[sincérité]]; German: [[Aufrichtigkeit]], [[Ehrlichkeit]]; Gothic: 𐌰𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐍂𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐌹𐌸𐌰; Greek: [[ειλικρίνεια]]; Ancient Greek: [[ἀλάθεα]], [[ἀλαθεία]], [[ἀλάθεια]], [[ἀλήθεια]], [[ἀληθείη]], [[ἀπλαστία]], [[ἁπλότης]], [[ἀφθαρσία]], [[ἀψεύδεια]], [[γνησιότης]], [[εἰλικρίνεια]], [[εἰλικρινότης]], [[τἀληθές]], [[τὸ γνήσιον]], [[φιλαλήθεια]]; Hungarian: egyenesség, őszinteség; Italian: [[sincerità]]; Japanese: 誠実, 誠意; Khmer: ភាពស្មោះ; Korean: 성실(誠實), 성의(誠意); Latin: [[sinceritas]]; Macedonian: искреност; Malayalam: ആത്മാർത്ഥത; Norwegian Bokmål: oppriktighet; Polish: szczerość; Portuguese: [[sinceridade]]; Romanian: sinceritate; Russian: [[искренность]], [[откровенность]], [[честность]]; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏скрено̄ст; Roman: ȉskrenōst; Slovak: úprimnosť; Slovene: iskrenost; Spanish: [[sinceridad]]; Swedish: uppriktighet; Thai: ความจริงใจ; Turkish: samimiyet; Ukrainian: щирість, відвертість; Vietnamese: sự chân thành
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰλήθεια Medium diacritics: φιλαλήθεια Low diacritics: φιλαλήθεια Capitals: ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ
Transliteration A: philalḗtheia Transliteration B: philalētheia Transliteration C: filalitheia Beta Code: filalh/qeia

English (LSJ)

ἡ, sincerity, ingenuousness, τρόπου Them.Or.15.198b.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Wahrheitsliebe (?).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλαλήθης
η αγάπη για την αλήθεια, ειλικρίνεια
νεοελλ.
(φιλοσ.) α) (κατά τη μεταφυσ.-θεολ. αντίληψη) δεδομένη και απόλυτη ιδιότητα του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την έννοια της αλήθειας, έξω από κάθε τοπικό ή χρονικό προσδιορισμό
β) (κατά την ανθρωπολ. προσέγγιση) η τάση για αναζήτηση της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την αλήθεια, έννοια που δηλώνει συνήθως την καλή πίστη ή πρόθεση εκείνου που μιλάει, χωρίς να ταυτίζεται με την αλήθεια ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.

Translations

sincerity

Arabic: إِخْلَاص‎; Azerbaijani: səmimilik, səmimiyyət; Belarusian: шчырасць, адкрытасць; Bulgarian: искреност; Catalan: sinceritat; Cebuano: sinceridad; Chinese Mandarin: 真誠/真诚, 真心, 誠實/诚实, 真摯/真挚, 誠意/诚意; Czech: upřímnost; Danish: oprigtighed; Dutch: oprechtheid; Esperanto: sincereco; Finnish: rehellisyys, vilpittömyys; French: sincérité; German: Aufrichtigkeit, Ehrlichkeit; Gothic: 𐌰𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐍂𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐌹𐌸𐌰; Greek: ειλικρίνεια; Ancient Greek: ἀλάθεα, ἀλαθεία, ἀλάθεια, ἀλήθεια, ἀληθείη, ἀπλαστία, ἁπλότης, ἀφθαρσία, ἀψεύδεια, γνησιότης, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, τἀληθές, τὸ γνήσιον, φιλαλήθεια; Hungarian: egyenesség, őszinteség; Italian: sincerità; Japanese: 誠実, 誠意; Khmer: ភាពស្មោះ; Korean: 성실(誠實), 성의(誠意); Latin: sinceritas; Macedonian: искреност; Malayalam: ആത്മാർത്ഥത; Norwegian Bokmål: oppriktighet; Polish: szczerość; Portuguese: sinceridade; Romanian: sinceritate; Russian: искренность, откровенность, честность; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏скрено̄ст; Roman: ȉskrenōst; Slovak: úprimnosť; Slovene: iskrenost; Spanish: sinceridad; Swedish: uppriktighet; Thai: ความจริงใจ; Turkish: samimiyet; Ukrainian: щирість, відвертість; Vietnamese: sự chân thành