χρεωκοπέω: Difference between revisions
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chreokopeo | |Transliteration C=chreokopeo | ||
|Beta Code=xrewkope/w | |Beta Code=xrewkope/w | ||
|Definition=[[cut down a debt]], [[defraud one's creditors]], Plu.2.829c, | |Definition=[[cut down a debt]], [[defraud one's creditors]], Plu.2.829c, Str.8.3.29, Ph.1.345: metaph., πολλῶν θανάτων ὀφειλήματα [[Diodorus Siculus|D.S.]]38/9.8 χ. τὸν λόγον Plu.2.764a; [[withhold fraudulently]], <b class="b3">μέρος ἥμισυ</b> ib. 968d; [[minimize]], τι τῆς διδασκαλίας S.E.''M.''6.6; [[cut down]], Vett.Val.137.13, al.:—Pass., to [[be cheated]] or [[be defrauded]], Plu.2.829c, Phalar.''Ep.''81.2; to [[be disappointed]], Herm. ap. Stob.1.49.44. (It is uncertain whether χρεοκοπέω or χρεωκοπέω should be read: v. [[χρεοκοπέω]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρεωκοπέω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''χρεωκοπέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обманным образом убавлять или снимать задолженность]] (ἐν τῷ δανείζειν χ. Plut.): ὃ οὗ γράφει λαμβάνων [[ἔλαττον]] χρεωκοπεῖται Plut. тот, кто получает меньше, чем значится в долговой расписке, является жертвой обмана со стороны должника;<br /><b class="num">2</b> перен. [[обманывать]], [[тайно присваивать себе]] (τι Plut.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[χρεωκοπώ]] και [[χρεοκοπώ]] / [[χρεωκοπῶ]] και [[χρεοκοπῶ]], [[χρεοκοπέω]], ΝΑ [[χρεωκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδυνατώ]] να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, [[κηρύσσω]] [[πτώχευση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκπίπτω]] ηθικώς, [[χάνω]] την ισχύ και το [[κύρος]] μου, [[αποτυγχάνω]], [[φαλίρω]] («πέτυχε ως [[σύζυγος]] [[αλλά]] χρεωκόπησε ως [[πατέρας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαγράφω]] τα χρέη μου [[χωρίς]] να τά έχω πληρώσει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακρατώ]], [[κατακρατώ]] [[κάτι]] με δόλιο τρόπο<br />β) [[μειώνω]] [[κάτι]] στο ελάχιστο<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[χρεωκοποῦμαι]], [[χρεωκοπέομαι]]<br />α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν<br />β) απογοητεύομαι. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 27 March 2024
English (LSJ)
cut down a debt, defraud one's creditors, Plu.2.829c, Str.8.3.29, Ph.1.345: metaph., πολλῶν θανάτων ὀφειλήματα D.S.38/9.8 χ. τὸν λόγον Plu.2.764a; withhold fraudulently, μέρος ἥμισυ ib. 968d; minimize, τι τῆς διδασκαλίας S.E.M.6.6; cut down, Vett.Val.137.13, al.:—Pass., to be cheated or be defrauded, Plu.2.829c, Phalar.Ep.81.2; to be disappointed, Herm. ap. Stob.1.49.44. (It is uncertain whether χρεοκοπέω or χρεωκοπέω should be read: v. χρεοκοπέω.)
German (Pape)
[Seite 1371] att. = χρεοκοπέω, a) die Schulden abhauen, abschneiden, d. i. sie vermindern od. ganz aufheben, sie unbezahlt lassen. – b) übertr., betrügerisch verkürzen, entziehen, Plut. de aer. al. vit. 5, oft. – Pass. betrogen werden, Plut. a. a. O., Phalar. ep. 65.
Greek (Liddell-Scott)
χρεωκοπέω: κόπτω τὰ χρέη, διαγράφω αὐτὰ χωρὶς νὰ τὰ πληρώνω, Λατ. novas tabulas facere, Πλούτ. 2. 829C· ― μεταφορ., χρ. τὸν λόγον αὐτόθι 764Α· χρ. μέρος ἥμισυ αὐτόθι 968D. ― Παθ., ἐξαπατῶμαι, κλέπτομαι, αὐτόθι 829C. (Εἶναι ἀμφισβητούμενον ἂν ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι χρεοκ- ἢ χρεωκ-· ἴδε χρεοκ-.)
Russian (Dvoretsky)
χρεωκοπέω:
1 обманным образом убавлять или снимать задолженность (ἐν τῷ δανείζειν χ. Plut.): ὃ οὗ γράφει λαμβάνων ἔλαττον χρεωκοπεῖται Plut. тот, кто получает меньше, чем значится в долговой расписке, является жертвой обмана со стороны должника;
2 перен. обманывать, тайно присваивать себе (τι Plut.).
Greek Monolingual
χρεωκοπώ και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, χρεοκοπέω, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση
2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε ως σύζυγος αλλά χρεωκόπησε ως πατέρας»)
αρχ.
1. διαγράφω τα χρέη μου χωρίς να τά έχω πληρώσει
2. μτφ. α) παρακρατώ, κατακρατώ κάτι με δόλιο τρόπο
β) μειώνω κάτι στο ελάχιστο
3. παθ. χρεωκοποῦμαι, χρεωκοπέομαι
α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν
β) απογοητεύομαι.