κουρεύω: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[κουρεύω]]) [[κουρεύς]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου<br /><b>2.</b> [[κόβω]] το [[τρίχωμα]] ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το [[τυρί]] ζυγιέται», Πολίτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις [[σημασία]], μην τον υπολογίζεις<br />β) «[[άντε]] κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως [[έκφραση]] αδιαφορίας ή περιφρόνησης<br />γ) «πήγε για [[μαλλί]] και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πιάσ' τ' [[αβγό]] και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' [[αβγό]] και παίρνει το [[μαλλί]] του» — για κάποιον που ματαιοπονεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειροτονώ]], [[δίνω]] το μοναχικό [[σχήμα]] διά της [[κουράς]]<br /><b>2.</b> [[κουρεύω]] τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε [[ένδειξη]] πένθους<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] με [[κόψιμο]] μαλλιών, [[διαπομπεύω]] [[εξευτελίζω]]<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κουρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[άθλιος]], δυστυχισμένος. | |mltxt=(Μ [[κουρεύω]]) [[κουρεύς]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου<br /><b>2.</b> [[κόβω]] το [[τρίχωμα]] ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το [[τυρί]] ζυγιέται», Πολίτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις [[σημασία]], μην τον υπολογίζεις<br />β) «[[άντε]] κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως [[έκφραση]] αδιαφορίας ή περιφρόνησης<br />γ) «πήγε για [[μαλλί]] και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πιάσ' τ' [[αβγό]] και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' [[αβγό]] και παίρνει το [[μαλλί]] του» — για κάποιον που ματαιοπονεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειροτονώ]], [[δίνω]] το μοναχικό [[σχήμα]] διά της [[κουράς]]<br /><b>2.</b> [[κουρεύω]] τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε [[ένδειξη]] πένθους<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] με [[κόψιμο]] μαλλιών, [[διαπομπεύω]] [[εξευτελίζω]]<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κουρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[άθλιος]], δυστυχισμένος. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>ein [[Bartscherer]] sein, [[barbieren]]</i>, Sp., wie Eust.; – pass., <i>Schol. Nic. Al</i>. 417. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
only in Pass., v. κουρεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κουρεύω: (κουρεὺς) ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 229. 65· ― Μέσ., Μαλαλ. 80Β, Εὐστ. Πονημ. 229. 19.
Greek Monolingual
(Μ κουρεύω) κουρεύς
1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου
2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις σημασία, μην τον υπολογίζεις
β) «άντε κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως έκφραση αδιαφορίας ή περιφρόνησης
γ) «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε
2. παροιμ. «πιάσ' τ' αβγό και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' αβγό και παίρνει το μαλλί του» — για κάποιον που ματαιοπονεί
μσν.
1. χειροτονώ, δίνω το μοναχικό σχήμα διά της κουράς
2. κουρεύω τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε ένδειξη πένθους
3. τιμωρώ με κόψιμο μαλλιών, διαπομπεύω εξευτελίζω
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κουρεμένος, -η, -ον
άθλιος, δυστυχισμένος.
German (Pape)
ein Bartscherer sein, barbieren, Sp., wie Eust.; – pass., Schol. Nic. Al. 417.