Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαιμητόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laimitomos
|Transliteration C=laimitomos
|Beta Code=laimhto/mos
|Beta Code=laimhto/mos
|Definition=ον, = [[λαιμοτόμος]], <span class="title">AP</span>6.101 (Phil.).
|Definition=λαιμητόμον, = [[λαιμοτόμος]], ''AP''6.101 (Phil.).
}}
{{pape
|ptext=<i>die [[Kehle]] [[abschneidend]]</i>, [[ξίφη]], Philp. 13 (VI.101).
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμητόμος:''' Anth. = [[λαιμοτόμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαιμητόμος:''' -ον, ποιητ. αντί [[λαιμοτόμος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λαιμητόμος:''' -ον, ποιητ. αντί [[λαιμοτόμος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμητόμος:''' Anth. = [[λαιμοτόμος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαιμη-[[τόμος]], ον [poetic for [[λαιμοτόμος]], Anth.]
|mdlsjtxt=λαιμη-[[τόμος]], ον [poetic for [[λαιμοτόμος]], Anth.]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=[[ἀντί]] [[λαιμοτόμος]]. Ἀπό τό [[λαιμός]] + [[τέμνω]] (=[[κόβω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τέμνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμητόμος Medium diacritics: λαιμητόμος Low diacritics: λαιμητόμος Capitals: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimētómos Transliteration B: laimētomos Transliteration C: laimitomos Beta Code: laimhto/mos

English (LSJ)

λαιμητόμον, = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

die Kehle abschneidend, ξίφη, Philp. 13 (VI.101).

Russian (Dvoretsky)

λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρητόμος, σταχυητόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].

Greek Monotonic

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]

Mantoulidis Etymological

ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπό τό λαιμός + τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.