τιτθός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=titthos
|Transliteration C=titthos
|Beta Code=titqo/s
|Beta Code=titqo/s
|Definition=ὁ, a woman's <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">breast</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.40</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>640</span>, <span class="bibl">Lys.1.10</span>, <span class="title">IG</span>22.1534.223,281; <b class="b3">ἡ θηλὴ τοῦ τ</b>. <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>15.7</span>: rarely the male <b class="b2">breast</b>, Id.4.600, <span class="title">AP</span>12.95 (Mel.): pl., of an animal's <b class="b2">teats</b>, Gal.6.673,684; <b class="b3">οἱ ἐν τοῖς τ. ἀδένες καλοῦνται οὔθατα</b> ib.774. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">nurser, rearer</b>, = [[τροφός]], <span class="bibl">Ph.1.166</span> (v.l. for [[τιτθαί]]); cf. [[τίτθη]].</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> a woman's [[breast]], Hp.Aph.5.40, Ar.Th.640, Lys.1.10, IG22.1534.223,281; ἡ θηλὴ τοῦ τιτθοῦ = the [[nipple]] of the [[breast]] Gal.UP15.7: rarely the [[male]] [[breast]], Id.4.600, AP12.95 (Mel.): pl., of an animal's [[teat]]s, Gal.6.673,684; οἱ ἐν τοῖς τιτθοῖς ἀδένες καλοῦνται οὔθατα ib.774.<br><span class="bld">II</span> [[nurser]], [[rearer]], = [[τροφός]], Ph.1.166 ([[varia lectio|v.l.]] for [[τιτθαί]]); cf. [[τίτθη]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1121.png Seite 1121]] ὁ, = [[τιτθή]], [[Brustwarze]], [[Mutterbrust]]; Ar. Th. 640; τιτθὸν δοῦναι παιδίῳ, Lys. 1, 10. Seltener von der männlichen Brust, Jac. A. P. 753. – Auch = [[τροφός]], [[Nährer]], [[Pfleger]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[bout de sein]].<br />'''Étymologie:''' R. Θα, [[sucer]], [[têter]].
}}
{{elru
|elrutext='''τιτθός:''' ὁ [[θάομαι]] I] сосок груди, тж. женская грудь Lys., Arph.
}}
{{ls
|lstext='''τιτθός''': ὁ, (*θάω) ὁ μαστὸς ἢ ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ γυναικός, κοινῶς «ῥῶγα τοῦ βυζιοῦ» - «τιτθοί· μαστοὶ ἢ τῶν μαζῶν τὰ [[ἄκρα]]» (Φώτ.), Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ἀριστοφ. Θεσμ. 640, Λυσίας 92. 32, 38· σπανίως ἡ τοῦ ἀνδρός, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 573· «οἱ δὲ μαστοὶ καὶ τιτθοὶ καλοῦνται» Πολυδ. Β΄, 163: ΙΙ. ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, ὡς τὸ [[τροφός]], Φίλων 1. 166, πρβλ. [[τίτθη]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[γυναικείος]] [[μαστός]], [[καθώς]] και η [[θηλή]] του («ἡ γυνὴ ἀπῄει [[κάτω]] καθευδήσουσα ὡς τὸ [[παιδίον]], ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ο [[ανδρικός]] [[μαστός]]<br /><b>3.</b> [[άτομο]] που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. [[τίτθη]] «[[τροφός]], βυζάχτρα»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τιτθός:''' ὁ (*θάω), [[θηλή]] γυναικείου μαστού, [[ρώγα]], σε Λυσ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τιτθός]], οῦ, ὁ, [*θάω]<br />a [[teat]], [[nipple]], Lys..
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτθός Medium diacritics: τιτθός Low diacritics: τιτθός Capitals: ΤΙΤΘΟΣ
Transliteration A: titthós Transliteration B: titthos Transliteration C: titthos Beta Code: titqo/s

English (LSJ)

ὁ,
A a woman's breast, Hp.Aph.5.40, Ar.Th.640, Lys.1.10, IG22.1534.223,281; ἡ θηλὴ τοῦ τιτθοῦ = the nipple of the breast Gal.UP15.7: rarely the male breast, Id.4.600, AP12.95 (Mel.): pl., of an animal's teats, Gal.6.673,684; οἱ ἐν τοῖς τιτθοῖς ἀδένες καλοῦνται οὔθατα ib.774.
II nurser, rearer, = τροφός, Ph.1.166 (v.l. for τιτθαί); cf. τίτθη.

German (Pape)

[Seite 1121] ὁ, = τιτθή, Brustwarze, Mutterbrust; Ar. Th. 640; τιτθὸν δοῦναι παιδίῳ, Lys. 1, 10. Seltener von der männlichen Brust, Jac. A. P. 753. – Auch = τροφός, Nährer, Pfleger.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bout de sein.
Étymologie: R. Θα, sucer, têter.

Russian (Dvoretsky)

τιτθός:θάομαι I] сосок груди, тж. женская грудь Lys., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθός: ὁ, (*θάω) ὁ μαστὸς ἢ ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ γυναικός, κοινῶς «ῥῶγα τοῦ βυζιοῦ» - «τιτθοί· μαστοὶ ἢ τῶν μαζῶν τὰ ἄκρα» (Φώτ.), Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ἀριστοφ. Θεσμ. 640, Λυσίας 92. 32, 38· σπανίως ἡ τοῦ ἀνδρός, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 573· «οἱ δὲ μαστοὶ καὶ τιτθοὶ καλοῦνται» Πολυδ. Β΄, 163: ΙΙ. ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, ὡς τὸ τροφός, Φίλων 1. 166, πρβλ. τίτθη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)
2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός
3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. τίτθη «τροφός, βυζάχτρα»].

Greek Monotonic

τιτθός: ὁ (*θάω), θηλή γυναικείου μαστού, ρώγα, σε Λυσ.

Middle Liddell

τιτθός, οῦ, ὁ, [*θάω]
a teat, nipple, Lys..