ἀμφιπλήξ: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfipliks
|Transliteration C=amfipliks
|Beta Code=a)mfiplh/c
|Beta Code=a)mfiplh/c
|Definition=ῆγος, ὁ, ἡ, [[striking with both sides]], φάσγανον <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span> 930</span>: metaph., of a father's and mother's curse, ἀρά <span class="bibl"><span class="title">OT</span>417</span>.
|Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ, [[striking with both sides]], φάσγανον Id.''Tr.'' 930: metaph., of a father's and mother's curse, ἀρά ''OT''417.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0142.png Seite 142]] ῆγος, mit beiden Seiten schlagend, zweischneidig, [[φάσγανον]] Soph. Tr. 926; vgl. σφῦραι Leon. Tac. 4 (VI, 205); übertr. ἀρά, der doppelt treffende, vernichtende, Soph. O. R. 417.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0142.png Seite 142]] ῆγος, mit beiden Seiten schlagend, zweischneidig, [[φάσγανον]] Soph. Tr. 926; vgl. σφῦραι Leon. Tac. 4 (VI, 205); übertr. ἀρά, der doppelt treffende, vernichtende, Soph. O. R. 417.
}}
{{bailly
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />[[qui frappe des deux côtés]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πλήσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1</b> [[обоюдоострый]] ([[φάσγανον]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[двойной]] (μητρός τε καὶ πατρὸς [[ἀρά]] Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[двухсторонний]] (σφῦραι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ δι’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν πλήττων, δίστομος, [[φάσγανον]] Σοφ. Τρ. 930· ἀρὰ Ο.Τ. ΙΙ. = τῷ προηγ. 1. Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 252.
|lstext='''ἀμφιπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ δι’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν πλήττων, δίστομος, [[φάσγανον]] Σοφ. Τρ. 930· ἀρὰ Ο.Τ. ΙΙ. = τῷ προηγ. 1. Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 252.
}}
{{bailly
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />qui frappe des deux côtés.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πλήσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που χτυπά και με τις [[δύο]] πλευρές, αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀμφιπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που χτυπά και με τις [[δύο]] πλευρές, αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[обоюдоострый]] ([[φάσγανον]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[двойной]] (μητρός τε καὶ πατρὸς [[ἀρά]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[двухсторонний]] (σφῦραι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλήσσω]]<br />[[striking]] with [[both]] sides, [[double]]-[[edged]], Soph.
|mdlsjtxt=[[πλήσσω]]<br />[[striking]] with [[both]] sides, [[double]]-[[edged]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

English (LSJ)

-ῆγος, ὁ, ἡ, striking with both sides, φάσγανον Id.Tr. 930: metaph., of a father's and mother's curse, ἀρά OT417.

Spanish (DGE)

-ῆγος
1 batido, golpeado por ambos lados de un istmo, Paul.Sil.Ambo 252, γῆ Poll.9.18, de un pandero, Nonn.D.13.509, cf. 29.285.
2 que hiere por ambos lados o filos ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ πλευρὰν ... πεπληγμένην S.Tr.930, ἀμφιπλῆγι μαχαίρῃ Nonn.D.27.129, σφῦραι AP 6.205 (Leon.)
fig. de la maldición de los padres ἀμφιπλὴξ ... ἀρά S.OT 417.

German (Pape)

[Seite 142] ῆγος, mit beiden Seiten schlagend, zweischneidig, φάσγανον Soph. Tr. 926; vgl. σφῦραι Leon. Tac. 4 (VI, 205); übertr. ἀρά, der doppelt treffende, vernichtende, Soph. O. R. 417.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
qui frappe des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπλήξ: ῆγος adj.
1 обоюдоострый (φάσγανον Soph.);
2 двойной (μητρός τε καὶ πατρὸς ἀρά Soph.);
3 двухсторонний (σφῦραι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ δι’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν πλήττων, δίστομος, φάσγανον Σοφ. Τρ. 930· ἀρὰ Ο.Τ. ΙΙ. = τῷ προηγ. 1. Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 252.

Greek Monolingual

ἀμφιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)
1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος
2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ, παραπλήξ κ.ά.].

Greek Monotonic

ἀμφιπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Σοφ.

Middle Liddell

πλήσσω
striking with both sides, double-edged, Soph.