ἀνομολογούμενος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anomologoymenos
|Transliteration C=anomologoymenos
|Beta Code=a)nomologou/menos
|Beta Code=a)nomologou/menos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not agreeing]], [[inconsistent]], ἵνα μὴ ἀ. ἦ ὁ [[λόγος]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>495a</span>; ἀ. τοῖς προειρημένοις <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>48a21</span>, cf. <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.125</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[not admitted]], [[not granted]], τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1396b28</span>, cf. <span class="bibl">1400a15</span>:—Adj., compd. of [[ἀ-]] priv. and [[ὁμολογούμενος]]; for a Verb [[ἀνομολογέομαι]], [[disagree with]], does not occur. Adv. [[ἀνομολογουμένως]] Gal.5.470.</span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[not agreeing]], [[inconsistent]], ἵνα μὴ ἀ. ἦ ὁ [[λόγος]] [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 495a; ἀ. τοῖς προειρημένοις Arist.''APr.''48a21, cf. Chrysipp.Stoic.3.125.<br><span class="bld">2</span> [[not admitted]], [[not granted]], τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν Arist.''Rh.''1396b28, cf. 1400a15:—Adj., compd. of [[ἀ-]] priv. and [[ὁμολογούμενος]]; for a Verb [[ἀνομολογέομαι]], [[disagree with]], does not occur. Adv. [[ἀνομολογουμένως]] Gal.5.470.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inconsistente]] λόγος Pl.<i>Grg</i>.495a<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἀ. τοῖς προειρημένοις [[incongruente]] con lo dicho antes</i> Arist.<i>APr</i>.48<sup>a</sup>21.<br /><b class="num">2</b> [[que no es admitido]] subst. τὰ ἀ. [[συνάγειν]] Arist.<i>Rh</i>.1396<sup>b</sup>28, τὰ ἀ. [[σκοπεῖν]] Arist.<i>Rh</i>.1400<sup>a</sup>15.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνομολογουμένως]] = [[en forma incongruente]] τὸ τῇ φύσει ζῇν Gal.5.470.
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inconsistente]] λόγος Pl.<i>Grg</i>.495a<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἀ. τοῖς προειρημένοις [[incongruente]] con lo dicho antes</i> Arist.<i>APr</i>.48<sup>a</sup>21.<br /><b class="num">2</b> [[que no es admitido]] subst. τὰ ἀ. [[συνάγειν]] Arist.<i>Rh</i>.1396<sup>b</sup>28, τὰ ἀ. [[σκοπεῖν]] Arist.<i>Rh</i>.1400<sup>a</sup>15.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνομολογουμένως]] = [[en forma incongruente]] τὸ τῇ φύσει ζῇν Gal.5.470.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> non d'accord, contradictoire avec, τινι;<br /><b>2</b> [[non convenu]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὁμολογέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht [[übereinstimmend]], [[abweichend]]</i>, Plat. <i>Gorg</i>. 495a, Schol. [[ἀσύμφωνος]]; <i>[[worüber]] man verschiedener [[Meinung]] ist</i>, Arist. <i>rhet</i>. 2.22.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομολογούμενος:'''<br /><b class="num">1</b> (внутренне), [[противоречивый]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[противоречащий]], [[несогласный]] (τοῖς προειρημένοις Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[не общепринятый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνομολογούμενος''': -η, -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν, [[ἀσύμφωνος]], ἀπᾴδων [[πρός]] τι, ἵνα ... μὴ [[ἀνομολογούμενος]] ᾖ ὁ [[λόγος]] Πλάτ. Γοργ. 495Α˙ τοῦτο δὲ ἀνομολογούμενον τοῖς προειρημένοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 34, 4. 2) ὁ μὴ ὁμολογηθείς, ὁ μὴ γενόμενος [[παραδεκτός]], ἐξ ἀνομολογουμένων συνάγειν ὁ αὐτ. Ρητορ. 2. 22, 15, πρβλ. 2. 23, 23. - Ἐπίθ. σύνθετον ἐκ τοῦ ἀρνητ. ἀν- καὶ ὁμολογούμενοςϏ - [[ἐπειδὴ]] [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τῆς ἀναλογίας νὰ ὑποθέσωμεν [[ῥῆμα]] [[ἀνομολογέομαι]] μετὰ τῆς σημασίας διαφωνῶ [[πρός]] τινα. - Ἐπίρρ. -νως Γαλην.
|lstext='''ἀνομολογούμενος''': -η, -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν, [[ἀσύμφωνος]], ἀπᾴδων [[πρός]] τι, ἵνα ... μὴ [[ἀνομολογούμενος]] ᾖ ὁ [[λόγος]] Πλάτ. Γοργ. 495Α˙ τοῦτο δὲ ἀνομολογούμενον τοῖς προειρημένοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 34, 4. 2) ὁ μὴ ὁμολογηθείς, ὁ μὴ γενόμενος [[παραδεκτός]], ἐξ ἀνομολογουμένων συνάγειν ὁ αὐτ. Ρητορ. 2. 22, 15, πρβλ. 2. 23, 23. - Ἐπίθ. σύνθετον ἐκ τοῦ ἀρνητ. ἀν- καὶ ὁμολογούμενοςϏ - [[ἐπειδὴ]] [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τῆς ἀναλογίας νὰ ὑποθέσωμεν [[ῥῆμα]] [[ἀνομολογέομαι]] μετὰ τῆς σημασίας διαφωνῶ [[πρός]] τινα. - Ἐπίρρ. -νως Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> non d'accord, contradictoire avec, τινι;<br /><b>2</b> non convenu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὁμολογέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνομολογούμενος:''' -η, -ον, αυτός που δε βρίσκεται σε [[συμφωνία]], [[ασύμφωνος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνομολογούμενος:''' -η, -ον, αυτός που δε βρίσκεται σε [[συμφωνία]], [[ασύμφωνος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομολογούμενος:'''<br /><b class="num">1)</b> (внутренне), [[противоречивый]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[противоречащий]], [[несогласный]] (τοῖς προειρημένοις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[не общепринятый]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />not agreeing, [[inconsistent]], Plat.
|mdlsjtxt=not agreeing, [[inconsistent]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομολογούμενος Medium diacritics: ἀνομολογούμενος Low diacritics: ανομολογούμενος Capitals: ΑΝΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: anomologoúmenos Transliteration B: anomologoumenos Transliteration C: anomologoymenos Beta Code: a)nomologou/menos

English (LSJ)

η, ον,
A not agreeing, inconsistent, ἵνα μὴ ἀ. ἦ ὁ λόγος Pl.Grg. 495a; ἀ. τοῖς προειρημένοις Arist.APr.48a21, cf. Chrysipp.Stoic.3.125.
2 not admitted, not granted, τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν Arist.Rh.1396b28, cf. 1400a15:—Adj., compd. of ἀ- priv. and ὁμολογούμενος; for a Verb ἀνομολογέομαι, disagree with, does not occur. Adv. ἀνομολογουμένως Gal.5.470.

Spanish (DGE)

-η, -ον
I 1inconsistente λόγος Pl.Grg.495a
c. dat. ἀ. τοῖς προειρημένοις incongruente con lo dicho antes Arist.APr.48a21.
2 que no es admitido subst. τὰ ἀ. συνάγειν Arist.Rh.1396b28, τὰ ἀ. σκοπεῖν Arist.Rh.1400a15.
II adv. ἀνομολογουμένως = en forma incongruente τὸ τῇ φύσει ζῇν Gal.5.470.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 non d'accord, contradictoire avec, τινι;
2 non convenu.
Étymologie: , ὁμολογέω.

German (Pape)

nicht übereinstimmend, abweichend, Plat. Gorg. 495a, Schol. ἀσύμφωνος; worüber man verschiedener Meinung ist, Arist. rhet. 2.22.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομολογούμενος:
1 (внутренне), противоречивый (λόγος Plat.);
2 противоречащий, несогласный (τοῖς προειρημένοις Arst.);
3 не общепринятый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομολογούμενος: -η, -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν, ἀσύμφωνος, ἀπᾴδων πρός τι, ἵνα ... μὴ ἀνομολογούμενος ᾖ ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ. 495Α˙ τοῦτο δὲ ἀνομολογούμενον τοῖς προειρημένοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 34, 4. 2) ὁ μὴ ὁμολογηθείς, ὁ μὴ γενόμενος παραδεκτός, ἐξ ἀνομολογουμένων συνάγειν ὁ αὐτ. Ρητορ. 2. 22, 15, πρβλ. 2. 23, 23. - Ἐπίθ. σύνθετον ἐκ τοῦ ἀρνητ. ἀν- καὶ ὁμολογούμενοςϏ - ἐπειδὴ εἶναι ἐναντίον τῆς ἀναλογίας νὰ ὑποθέσωμεν ῥῆμα ἀνομολογέομαι μετὰ τῆς σημασίας διαφωνῶ πρός τινα. - Ἐπίρρ. -νως Γαλην.

Greek Monotonic

ἀνομολογούμενος: -η, -ον, αυτός που δε βρίσκεται σε συμφωνία, ασύμφωνος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

not agreeing, inconsistent, Plat.