ἁλμυρίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=almyrizo | |Transliteration C=almyrizo | ||
|Beta Code=a(lmuri/zw | |Beta Code=a(lmuri/zw | ||
|Definition=to [[be saltish]], | |Definition=to [[be saltish]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''613a3; πρὸς τὴν γεῦσιν Dsc.2.129. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 22:15, 24 November 2023
English (LSJ)
to be saltish, Arist.HA613a3; πρὸς τὴν γεῦσιν Dsc.2.129.
Spanish (DGE)
ser salobre γῆ Arist.HA 613a3, πρὸς τὴν γεῦσιν Dsc.2.129.
German (Pape)
[Seite 108] salzig sein, schmecken, Arist. bei Ath. IX, 394 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμυρίζω: ἔχω ἁλμυρὰν γεῦσιν, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 5, Διοσκ. 2. 156.
Greek Monolingual
(Α ἁλμυρίζω
Ν και αρμυρίζω) ἁλμυρός
έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός
νεοελλ.
Ι ενεργ.
1. γίνομαι αλμυρός
3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά
4. κάνω κάτι αλμυρό
5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό
6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με αρμυρήθρα
7. (ενεργ. -μέσ.) (για ζώα) τρώγω αλάτι
ΙΙ μέσ.
1. αισθάνομαι δίψα, γιατί έφαγα αλμυρή τροφή
2. δοκιμάζω, αισθάνομαι ευχαρίστηση.