κατήρης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katiris
|Transliteration C=katiris
|Beta Code=kath/rhs
|Beta Code=kath/rhs
|Definition=ες, ([[ἀραρίσκω]]) [[fitted out]], [[furnished]] with, χλανιδίοις <span class="bibl">E. <span class="title">Supp.</span>110</span>; ὀσμῇ <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>498</span>; <b class="b3">δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα</b> cj. in <span class="bibl">Emp.78</span>; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>69</span>; especially of ships, [[furnished with oars]], <b class="b3">εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον</b> had a [[rowing]] boat ready, <span class="bibl">Hdt.8.21</span>; but <b class="b3">ταρσὸς κ</b>. a [[well-fitted]] [[oar]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1346</span>.
|Definition=κατήρες, ([[ἀραρίσκω]]) [[fitted out]], [[furnished]] with, χλανιδίοις E. ''Supp.''110; ὀσμῇ Id.''El.''498; <b class="b3">δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα</b> cj. in Emp.78; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. Nic.''Th.''69; especially of ships, [[furnished with oars]], <b class="b3">εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον</b> had a [[rowing]] boat ready, [[Herodotus|Hdt.]]8.21; but <b class="b3">ταρσὸς κ.</b> a [[well-fitted]] [[oar]], E.''IT''1346.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />tout garni : [[πλοῖον]] κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος [[κατήρης]] EUR rame bien ajustée.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], *ἄρω.
|btext=ης, ες:<br />tout garni : [[πλοῖον]] κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος [[κατήρης]] EUR rame bien ajustée.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], *ἄρω.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατήρης''': -ες, (*ἄρω) ἐξηρτυμένος, ἐφωδιασμένος, ἡτοιμασμένος, χλανιδίοις κ., κεκαλυμμένος, τυλιγμένος, Εὐρ. Ἱκέτ. 110· ὀσμῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 498· δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα (Näke κατῄορα) Ἐμπεδ. 436· [[ἕρπυλλος]] φύλλοισι κατ. Νικ. Θηρ. 69·― ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, εἶχε [[πλοῖον]] κατῆρες ἑτοῖμον, κώπαις ἐξηρτυμένον, εὐήρετμον, Ἡρόδ 8. 21· [[ἀλλά]], ταρσὸς κ., [[κώπη]] [[καλῶς]] ἡρμοσμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 1362. ἴδε Ἕρμανν. καὶ πρβλ. [[εὐήρης]].
|elnltext=κατήρης -ες &#91;[[κατά]], [[ἀραρίσκω]]] ingericht met, voorzien van, met dat.: ὀσμῇ κ. geparfumeerd Eur. El. 498; κ. πλοῖον een goed uitgerust schip Hdt. 8.21.1; τάρσος κ. goed passende roeiriem Eur. IT 1346.
}}
{{elru
|elrutext='''κατήρης:''' [[снабженный]], [[оснащенный]] ([[πλοῖον]] Her.): [[σκάφος]] ταρσῷ κατῆρες Eur. корабль с веслами; κ. χλανιδίοις Eur. завернувшийся в плащ; τὸ [[θησαύρισμα]] Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. душистое сокровище Диониса, т. е. вино.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατήρης]], -ῆρες (Α)<br /><b>1.</b> εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) αυτός που έχει [[κουπιά]] («πλοῖον κατῆρες ἑτοῑμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταρσός]] [[κατήρης]]» — [[κουπί]] καλά προσαρμοσμένο (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. <i>κατ</i>-[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) που συνδέεται με το ρ. [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]], [[εφοδιάζω]]», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει [[κουπιά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» ([[πρβλ]]. <i>τρι</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=[[κατήρης]], -ῆρες (Α)<br /><b>1.</b> εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) αυτός που έχει [[κουπιά]] («πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταρσός]] [[κατήρης]]» — [[κουπί]] καλά προσαρμοσμένο (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. <i>κατ</i>-[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) που συνδέεται με το ρ. [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]], [[εφοδιάζω]]», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει [[κουπιά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» ([[πρβλ]]. [[τριήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατήρης:''' -ες (*ἄρω), εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος με [[κάτι]], σε δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, εξοπλισμένα με [[κουπιά]], [[πλοῖον]] κατῆρες, κωπηλατικό [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>ταρσὸς κ</i>., [[καλά]] προσαρμοσμένο [[κουπί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατήρης:''' -ες (*ἄρω), εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος με [[κάτι]], σε δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, εξοπλισμένα με [[κουπιά]], [[πλοῖον]] κατῆρες, κωπηλατικό [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>ταρσὸς κ</i>., [[καλά]] προσαρμοσμένο [[κουπί]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατήρης:''' [[снабженный]], [[оснащенный]] ([[πλοῖον]] Her.): [[σκάφος]] ταρσῷ κατῆρες Eur. корабль с веслами; κ. χλανιδίοις Eur. завернувшийся в плащ; τὸ [[θησαύρισμα]] Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. душистое сокровище Диониса, т. е. вино.
|lstext='''κατήρης''': -ες, (*ἄρω) ἐξηρτυμένος, ἐφωδιασμένος, ἡτοιμασμένος, χλανιδίοις κ., κεκαλυμμένος, τυλιγμένος, Εὐρ. Ἱκέτ. 110· ὀσμῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 498· δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα (Näke κατῄορα) Ἐμπεδ. 436· [[ἕρπυλλος]] φύλλοισι κατ. Νικ. Θηρ. 69·― ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, εἶχε [[πλοῖον]] κατῆρες ἑτοῖμον, κώπαις ἐξηρτυμένον, εὐήρετμον, Ἡρόδ 8. 21· [[ἀλλά]], ταρσὸς κ., [[κώπη]] [[καλῶς]] ἡρμοσμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 1362. ἴδε Ἕρμανν. καὶ πρβλ. [[εὐήρης]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατήρης -ες [κατά, ἀραρίσκω] ingericht met, voorzien van, met dat.: ὀσμῇ κ. geparfumeerd Eur. El. 498; κ. πλοῖον een goed uitgerust schip Hdt. 8.21.1; τάρσος κ. goed passende roeiriem Eur. IT 1346.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήρης Medium diacritics: κατήρης Low diacritics: κατήρης Capitals: ΚΑΤΗΡΗΣ
Transliteration A: katḗrēs Transliteration B: katērēs Transliteration C: katiris Beta Code: kath/rhs

English (LSJ)

κατήρες, (ἀραρίσκω) fitted out, furnished with, χλανιδίοις E. Supp.110; ὀσμῇ Id.El.498; δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα cj. in Emp.78; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. Nic.Th.69; especially of ships, furnished with oars, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον had a rowing boat ready, Hdt.8.21; but ταρσὸς κ. a well-fitted oar, E.IT1346.

German (Pape)

[Seite 1401] ες (ἄρω), ausgerüstet, versehen womit; χλανιδίοις, damit verhüllt, Eur. Suppl. 122; bes. von Fahrzeugen, mit Rudern versehen, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον Her. 8, 21; κατήρει ταρσῷ, vom Ruder, Eur. I. T. 1346; übertr., παλαιόν τε θησαύρισμα Διονύσου τόδε ὀσμῇ κατῆρες El. 493; λασίοισιν ἀεὶ φύλλοισι κατήρης Nic. Th. 69.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
tout garni : πλοῖον κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος κατήρης EUR rame bien ajustée.
Étymologie: κατά, *ἄρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήρης -ες [κατά, ἀραρίσκω] ingericht met, voorzien van, met dat.: ὀσμῇ κ. geparfumeerd Eur. El. 498; κ. πλοῖον een goed uitgerust schip Hdt. 8.21.1; τάρσος κ. goed passende roeiriem Eur. IT 1346.

Russian (Dvoretsky)

κατήρης: снабженный, оснащенный (πλοῖον Her.): σκάφος ταρσῷ κατῆρες Eur. корабль с веслами; κ. χλανιδίοις Eur. завернувшийся в плащ; τὸ θησαύρισμα Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. душистое сокровище Диониса, т. е. вино.

Greek Monolingual

κατήρης, -ῆρες (Α)
1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.)
2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον», Ηρόδ.)
3. φρ. «ταρσός κατήρης» — κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. κατ-ήρης < κατ(α)- + -ήρης (Ι) που συνδέεται με το ρ. ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω, εφοδιάζω», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει κουπιά» < κατ(α)- + -ήρης (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. τριήρης)].

Greek Monotonic

κατήρης: -ες (*ἄρω), εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος με κάτι, σε δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, εξοπλισμένα με κουπιά, πλοῖον κατῆρες, κωπηλατικό πλοίο, σε Ηρόδ.· αλλά, ταρσὸς κ., καλά προσαρμοσμένο κουπί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατήρης: -ες, (*ἄρω) ἐξηρτυμένος, ἐφωδιασμένος, ἡτοιμασμένος, χλανιδίοις κ., κεκαλυμμένος, τυλιγμένος, Εὐρ. Ἱκέτ. 110· ὀσμῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 498· δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα (Näke κατῄορα) Ἐμπεδ. 436· ἕρπυλλος φύλλοισι κατ. Νικ. Θηρ. 69·― ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον, κώπαις ἐξηρτυμένον, εὐήρετμον, Ἡρόδ 8. 21· ἀλλά, ταρσὸς κ., κώπη καλῶς ἡρμοσμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 1362. ἴδε Ἕρμανν. καὶ πρβλ. εὐήρης.

Middle Liddell

κατήρης, ες [*ἄρω]
fitted out or furnished with a thing, c. dat., Eur.:—of ships, furnished with oars, πλοῖον κατῆρες a rowing boat, Hdt.; but, ταρσὸς κ. a well-fitted oar. Eur.

English (Woodhouse)

equipped with, furnished with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)