μελαμφαής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melamfais
|Transliteration C=melamfais
|Beta Code=melamfah/s
|Beta Code=melamfah/s
|Definition=ές, [[whose light is blackness]], μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>518</span> (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς <span class="bibl">Carc.5.3</span>.
|Definition=μελαμφαές, [[whose light is blackness]], μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.''Hel.''518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φάος]].
|btext=ής, ές :<br />[[sombre]], [[obscur]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φάος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμφαής:''' [[черный на вид]] ([[Ἔρεβος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαμφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[ανταύγεια]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μελαμφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[ανταύγεια]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμφαής:''' [[черный на вид]] ([[Ἔρεβος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαμ-φαής, ές [[φάος]]<br />whose [[light]] is [[blackness]], Eur.
|mdlsjtxt=μελαμ-φαής, ές [[φάος]]<br />whose [[light]] is [[blackness]], Eur.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ές [[que tiene una luz tenebrosa]] de Eros ἐπικαλοῦμαί σε, ... πρωτόγονε, παντὸς κτίστα, χρυσοπτέρυγε, μελαμφαῆ <b class="b3">te invoco a ti, primer nacido, creador de todo, tú que tienes alas de oro, el de luz tenebrosa</b> P IV 1758 P IV 1774
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμφᾰής Medium diacritics: μελαμφαής Low diacritics: μελαμφαής Capitals: ΜΕΛΑΜΦΑΗΣ
Transliteration A: melamphaḗs Transliteration B: melamphaēs Transliteration C: melamfais Beta Code: melamfah/s

English (LSJ)

μελαμφαές, whose light is blackness, μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.Hel.518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz scheinend, dunkel, ἔρεβος, Eur. Hel. 525; Carcin. bei D. Sic. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sombre, obscur.
Étymologie: μέλας, φάος.

Russian (Dvoretsky)

μελαμφαής: черный на вид (Ἔρεβος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμφαής: -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, μαῦρος, σκοτεινός, μελαμφαὲς οἴχεται δ’ Ἔρεβος Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)· δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.

Spanish

que tiene una luz tenebrosa

Greek Monolingual

μελαμφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φαής (< φάος), πρβλ. λαμπροφαής, χρυσοφαής].

Greek Monotonic

μελαμφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή ανταύγεια, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελαμ-φαής, ές φάος
whose light is blackness, Eur.

Léxico de magia

-ές que tiene una luz tenebrosa de Eros ἐπικαλοῦμαί σε, ... πρωτόγονε, παντὸς κτίστα, χρυσοπτέρυγε, μελαμφαῆ te invoco a ti, primer nacido, creador de todo, tú que tienes alas de oro, el de luz tenebrosa P IV 1758 P IV 1774