λαοσεβής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laosevis
|Transliteration C=laosevis
|Beta Code=laosebh/s
|Beta Code=laosebh/s
|Definition=ές, <span class=sense><p><span class="bld">A</span> <b class='b2'>worshipped by the people</b>, [[ἥρως]] <span class=bibl>Pi.<span class=title>P</span>.5.95</span></span>.
|Definition=λαοσεβές, [[worshipped by the people]], [[ἥρως]] Pi.''P''.5.95.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />révéré du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[σέβω]].
|btext=ής, ές :<br />[[révéré du peuple]].<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[σέβω]].
}}
{{pape
|ptext=[λᾱ], [[ἥρως]], <i>vom Volke [[verehrt]]</i>, Pind. <i>P</i>. 5.89.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱοσεβής:''' [[почитаемый народом]] ([[ἥρως]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾱοσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), αυτός που λατρεύεται, είναι [[σεβαστός]] από τον λαό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''λᾱοσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), αυτός που λατρεύεται, είναι [[σεβαστός]] από τον λαό, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱοσεβής:''' [[почитаемый народом]] ([[ἥρως]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾱο-σεβής, ές [[σέβω]]<br />worshipped by the [[people]], Pind.
|mdlsjtxt=λᾱο-σεβής, ές [[σέβω]]<br />worshipped by the [[people]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσεβής Medium diacritics: λαοσεβής Low diacritics: λαοσεβής Capitals: ΛΑΟΣΕΒΗΣ
Transliteration A: laosebḗs Transliteration B: laosebēs Transliteration C: laosevis Beta Code: laosebh/s

English (LSJ)

λαοσεβές, worshipped by the people, ἥρως Pi.P.5.95.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
révéré du peuple.
Étymologie: λαός, σέβω.

German (Pape)

[λᾱ], ἥρως, vom Volke verehrt, Pind. P. 5.89.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοσεβής: почитаемый народом (ἥρως Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσεβής: -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129.

English (Slater)

λᾱοσεβής honoured by the people μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos (P. 5.95)

Greek Monolingual

λαοσεβής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαόςἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευσεβής, θεοσεβής].

Greek Monotonic

λᾱοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που λατρεύεται, είναι σεβαστός από τον λαό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λᾱο-σεβής, ές σέβω
worshipped by the people, Pind.