μιαιφονία: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miaifonia | |Transliteration C=miaifonia | ||
|Beta Code=miaifoni/a | |Beta Code=miaifoni/a | ||
|Definition=ἡ, [[bloodthirstiness]], | |Definition=ἡ, [[bloodthirstiness]], D.25.84, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.5, Plu.''Art.''30; [[murder]], Id.2.994a: pl., <b class="b3">τυραννικαὶ μ.</b> ib.457b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] ἡ, Besudelung durch Mord, Mord; καὶ [[πικρία]] καὶ [[ὠμότης]], Dem. 25, 84; Luc. u. sp. D., wie Mel. 32 (XII, 19); Ep. ad. 465 (IX, 157); neben [[γαστριμαργία]], vom Essen geschlachteter | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] ἡ, Besudelung durch Mord, Mord; καὶ [[πικρία]] καὶ [[ὠμότης]], Dem. 25, 84; Luc. u. sp. D., wie Mel. 32 (XII, 19); Ep. ad. 465 (IX, 157); neben [[γαστριμαργία]], vom Essen geschlachteter Tiere, Befleckung mit dem Blute der Tiere, Plut. de esu carn. II, 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se souiller d'un meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[μιαιφόνος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[action de se souiller d'un meurtre]].<br />'''Étymologie:''' [[μιαιφόνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μιαιφονία:''' ἡ осквернение себя убийством, кровопролитие, (человеко)убийство (μ. καὶ [[πικρία]] Dem.; τὸ [[μύσος]] καὶ ἡ μ. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μιαιφονία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[τύψη]] που προέρχεται από [[αίμα]] που χύθηκε σε φόνο, σε Δημ., Διόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μόλυνση]] από [[ωμοφαγία]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''μιαιφονία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[τύψη]] που προέρχεται από [[αίμα]] που χύθηκε σε φόνο, σε Δημ., Διόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μόλυνση]] από [[ωμοφαγία]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ, bloodthirstiness, D.25.84, D.S.17.5, Plu.Art.30; murder, Id.2.994a: pl., τυραννικαὶ μ. ib.457b.
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, Besudelung durch Mord, Mord; καὶ πικρία καὶ ὠμότης, Dem. 25, 84; Luc. u. sp. D., wie Mel. 32 (XII, 19); Ep. ad. 465 (IX, 157); neben γαστριμαργία, vom Essen geschlachteter Tiere, Befleckung mit dem Blute der Tiere, Plut. de esu carn. II, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de se souiller d'un meurtre.
Étymologie: μιαιφόνος.
Russian (Dvoretsky)
μιαιφονία: ἡ осквернение себя убийством, кровопролитие, (человеко)убийство (μ. καὶ πικρία Dem.; τὸ μύσος καὶ ἡ μ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μιαιφονία: ἡ, μίανσις ἐκ φόνου, φόνος, Δημ. 795. 7, Διόδ. 17. 5· μίανσις ἐκ σαρκοφαγίας, Πλούτ. 2. 994Α.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μιαιφονία) μιαιφόνος
1. η πράξη του μιαιφόνου, μιαρός φόνος
2. μόλυνση τών χεριών που οφείλεται σε μιαρό φόνο
αρχ.
1. ενοχή από μιαρό φόνο
2. αιμοδιψία, το αιμοχαρές.
Greek Monotonic
μιαιφονία: ἡ,
I. τύψη που προέρχεται από αίμα που χύθηκε σε φόνο, σε Δημ., Διόδ.
II. μόλυνση από ωμοφαγία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μιαιφονία, ἡ,
I. bloodguiltiness, Dem., Diod.
II. pollution from eating blood, Plut.