πατραλοίας: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=patraloias
|Transliteration C=patraloias
|Beta Code=patraloi/as
|Beta Code=patraloi/as
|Definition=gen. α and ου, ὁ, voc. <b class="b3">-αλοῖα</b>: (άω):—[[one who slays]] or [[strikes his father]], [[parricide]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>911</span>, <span class="bibl">1327</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>274</span>, <span class="bibl">Lys.10.8</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>114a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>241d</span>, etc.: as fem., <span class="bibl">Hld. 10.38</span>:—sts. written πατραλῴας or πατρολῴας( πατρ-λώας, πατρ-λόας) in codd., as <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span> 1.9</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.11.1</span>.
|Definition=gen. α and ου, ὁ, voc. -αλοῖα: (άω):—[[one who slays]] or [[strikes his father]], [[parricide]], Ar.''Nu.''911, 1327, ''Ra.''274, Lys.10.8, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 114a, ''Sph.''241d, etc.: as fem., Hld. 10.38:—sts. written πατραλῴας or πατρολῴας(πατρ-λώας, πατρ-λόας) in codd., as ''1 Ep.Ti.'' 1.9, J.''AJ''16.11.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />meurtrier de son père, parricide.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἀλοιάω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[meurtrier de son père]], [[parricide]].<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἀλοιάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πατρᾰλοίας''': γεν. α καὶ ου, ὁ, κλητ. -λοῖα· ([[ἀλοιάω]])· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, [[πατροκτόνος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
|elnltext=πατραλοίας -ου, ὁ &#91;[[πατήρ]], [[ἀλοιάω]]] [[vadermoordenaar]].
}}
{{elru
|elrutext='''πατρᾰλοίας:''' ου и α ὁ [[отцеубийца]] Arph., Lys., Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πατραλῴας]] και [[πατρολῴας]] και [[πατραλώας]] και πατρολόας, ὁ, Α<br />ο φονέας του [[πατέρα]] του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί [[μέχρι]] θανάτου τον [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], -<i>τρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλοίας</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλοιῶ</i>, επικ. τ. του <i>ἀλοῶ</i> «[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]]» <span style="color: red;"><</span> [[ἀλωή]] «[[αλώνι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρ</i>-<i>αλοίας</i>].
|mltxt=και [[πατραλῴας]] και [[πατρολῴας]] και [[πατραλώας]] και πατρολόας, ὁ, Α<br />ο φονέας του [[πατέρα]] του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί [[μέχρι]] θανάτου τον [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], -<i>τρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλοίας</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλοιῶ</i>, επικ. τ. του <i>ἀλοῶ</i> «[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]]» <span style="color: red;"><</span> [[ἀλωή]] «[[αλώνι]]»), [[πρβλ]]. [[μητραλοίας]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πατρᾰλοίας:''' γεν. <i>-α</i> και <i>-ου</i>, ὁ, κλητ. <i>-ἀλοῖα</i> ([[ἀλοιάω]])· αυτός που σκοτώνει τον [[πατέρα]] του, [[πατροκτόνος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πατρᾰλοίας:''' γεν. <i>-α</i> και <i>-ου</i>, ὁ, κλητ. <i>-ἀλοῖα</i> ([[ἀλοιάω]])· αυτός που σκοτώνει τον [[πατέρα]] του, [[πατροκτόνος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πατρᾰλοίας:''' ου и α отцеубийца Arph., Lys., Plat.
|lstext='''πατρᾰλοίας''': γεν. α καὶ ου, , κλητ. -λοῖα· ([[ἀλοιάω]])· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, [[πατροκτόνος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πατραλοίας -ου, ὁ [πατήρ, ἀλοιάω] vadermoordenaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[murderer of a father]], [[murderer of one's father]]
|woodrun=[[murderer of a father]], [[murderer of one's father]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πατροκτόνος]]). Ἀπό τό [[πατήρ]] -τρός + [[ἀλοιάω]] -[[ἀλοάω]] (=[[ἁλωνίζω]], [[ραβδίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρᾰλοίας Medium diacritics: πατραλοίας Low diacritics: πατραλοίας Capitals: ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Transliteration A: patraloías Transliteration B: patraloias Transliteration C: patraloias Beta Code: patraloi/as

English (LSJ)

gen. α and ου, ὁ, voc. -αλοῖα: (άω):—one who slays or strikes his father, parricide, Ar.Nu.911, 1327, Ra.274, Lys.10.8, Pl.Phd. 114a, Sph.241d, etc.: as fem., Hld. 10.38:—sts. written πατραλῴας or πατρολῴας(πατρ-λώας, πατρ-λόας) in codd., as 1 Ep.Ti. 1.9, J.AJ16.11.1.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, = Folgdm; Plat. Phaed. 144 a; Lys. 10, 8; Arist. rhet. 2, 11, 2. – Bei Heliod. 10, 38 auch fem., τὴν ἀθέμιτον ἐμὲ καὶ πατραλοίαν.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
meurtrier de son père, parricide.
Étymologie: πατήρ, ἀλοιάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατραλοίας -ου, ὁ [πατήρ, ἀλοιάω] vadermoordenaar.

Russian (Dvoretsky)

πατρᾰλοίας: ου и α ὁ отцеубийца Arph., Lys., Plat.

Greek Monolingual

και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α
ο φονέας του πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. του ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή «αλώνι»), πρβλ. μητραλοίας].

Greek Monotonic

πατρᾰλοίας: γεν. και -ου, ὁ, κλητ. -ἀλοῖα (ἀλοιάω)· αυτός που σκοτώνει τον πατέρα του, πατροκτόνος, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰλοίας: γεν. α καὶ ου, ὁ, κλητ. -λοῖα· (ἀλοιάω)· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, πατροκτόνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.

Middle Liddell

ἀλοιάω
one who slays his father, a parricide, Ar., etc.

English (Woodhouse)

murderer of a father, murderer of one's father

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πατροκτόνος). Ἀπό τό πατήρ -τρός + ἀλοιάω -ἀλοάω (=ἁλωνίζω, ραβδίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.