περιστέφω: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristefo
|Transliteration C=peristefo
|Beta Code=periste/fw
|Beta Code=periste/fw
|Definition=[[enwreathe]], [[surround]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς <span class="bibl">Od.5.303</span>; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arist.</span>9</span>; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e; <b class="b3">Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις</b>, of the serpent Pytho, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>93</span>:—Pass., <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>186</span>: metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται <span class="bibl">Aphth.<span class="title">Prog.</span>3</span>.
|Definition=[[enwreathe]], [[surround]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς Od.5.303; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.''Arist.''9; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e; <b class="b3">Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις</b>, of the serpent Pytho, Call.''Del.''93:—Pass., Orph.''Fr.''186: metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.''Prog.''3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=couronner, envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στέφω]].
|btext=[[couronner]], [[envelopper]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιστέφω''': μέλλ. -ψω, [[περιβάλλω]], [[περικαλύπτω]], ὡς διὰ στεφάνου, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ὀδ. Ε. 303· τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις Πλουτ. Ἀριστείδ. 9· κύκλῳ τὰ τείχη ὁ αὐτ. 2. 245D· Παρνησὸν π. [[ἐννέα]] κύκλοις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Πύθωνος, Καλλ. εἰς Δῆλον 93.
|elnltext=περι-στέφω omgeven, omhullen:; νεφέεσσι περιστέφει οὐρανόν met wolken bedekt hij de hemel Od. 5.303; overdr.. κενεή σε περιστέψαιτο moge een lege hut jou omhullen AP 7.736.3 (dub.).
}}
{{elru
|elrutext='''περιστέφω:'''<br /><b class="num">1</b> [[окаймлять]], [[окружать]] (νεφέεσσι οὐρανόν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[оцеплять]], [[осаждать]] (τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις [[πανταχόθεν]] Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περιστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[περικυκλώνω]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν [[Ζεύς]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''περιστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[περικυκλώνω]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν [[Ζεύς]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιστέφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[окаймлять]], [[окружать]] (νεφέεσσι οὐρανόν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[оцеплять]], [[осаждать]] (τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις [[πανταχόθεν]] Plut.).
|lstext='''περιστέφω''': μέλλ. -ψω, [[περιβάλλω]], [[περικαλύπτω]], ὡς διὰ στεφάνου, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ὀδ. Ε. 303· τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις Πλουτ. Ἀριστείδ. 9· κύκλῳ τὰ τείχη ὁ αὐτ. 2. 245D· Παρνησὸν π. [[ἐννέα]] κύκλοις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Πύθωνος, Καλλ. εἰς Δῆλον 93.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-στέφω omgeven, omhullen:; νεφέεσσι περιστέφει οὐρανόν met wolken bedekt hij de hemel Od. 5.303; overdr.. κενεή σε περιστέψαιτο moge een lege hut jou omhullen AP 7.736.3 ( dub. ).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to enwreathe, [[surround]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν [[Ζεύς]] Od.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to enwreathe, [[surround]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν [[Ζεύς]] Od.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστέφω Medium diacritics: περιστέφω Low diacritics: περιστέφω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΦΩ
Transliteration A: peristéphō Transliteration B: peristephō Transliteration C: peristefo Beta Code: periste/fw

English (LSJ)

enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς Od.5.303; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.Arist.9; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e; Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, of the serpent Pytho, Call.Del.93:—Pass., Orph.Fr.186: metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.Prog.3.

German (Pape)

[Seite 594] umkränzen, umgeben; οὐρανὸν νεφέεσσι, Od. 5, 303, τὴν νησῖδα ὁπλίταις, Plut. Aristid. 9.

French (Bailly abrégé)

couronner, envelopper.
Étymologie: περί, στέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-στέφω omgeven, omhullen:; νεφέεσσι περιστέφει οὐρανόν met wolken bedekt hij de hemel Od. 5.303; overdr.. κενεή σε περιστέψαιτο moge een lege hut jou omhullen AP 7.736.3 (dub.).

Russian (Dvoretsky)

περιστέφω:
1 окаймлять, окружать (νεφέεσσι οὐρανόν Hom.);
2 оцеплять, осаждать (τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις πανταχόθεν Plut.).

English (Autenrieth)

set closely around, surround, Od. 5.303; pass., fig., his words are notcrownedwith grace, Od. 8.175.

Greek Monolingual

Α
1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω
2. περικυκλώνω
3. παθ. περιστέφομαι
μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.).

Greek Monotonic

περιστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, περικυκλώνω, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστέφω: μέλλ. -ψω, περιβάλλω, περικαλύπτω, ὡς διὰ στεφάνου, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεὺς Ὀδ. Ε. 303· τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις Πλουτ. Ἀριστείδ. 9· κύκλῳ τὰ τείχη ὁ αὐτ. 2. 245D· Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Πύθωνος, Καλλ. εἰς Δῆλον 93.

Middle Liddell

fut. ψω
to enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς Od.