ταναήκης: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tanaikis | |Transliteration C=tanaikis | ||
|Beta Code=tanah/khs | |Beta Code=tanah/khs | ||
|Definition= | |Definition=ταναήκες, ([[ἀκή]])<br><span class="bld">A</span> [[with long point]] or [[edge]], <b class="b3">ταναήκεϊ χαλκῷ</b>, of a sword or spear, Il.7.77, 24.754; of an axe, 23.118.<br><span class="bld">II</span> [[tall]], σχοῖνος Opp.''H.''4.53; Ἄλπεις Orph.''A.''1126. ([[τανυήκης]] is frequently v.l.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />allongé et aigu, allongé en pointe, tranchant.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[ἀκή]]. | |btext=ης, ες:<br />[[allongé et aigu]], [[allongé en pointe]], [[tranchant]].<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[ἀκή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰνᾰήκης:''' [[с длинным острием или лезвием]] ([[χαλκός]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰναήκης:''' -ες ([[ἀκή]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[άκρη]], επιμήκη [[αιχμή]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τᾰναήκης:''' -ες ([[ἀκή]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[άκρη]], επιμήκη [[αιχμή]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τᾰνα-ήκης, ες [ἀκή]<br />with [[long]] [[point]] or [[edge]], Il. | |mdlsjtxt=τᾰνα-ήκης, ες [ἀκή]<br />with [[long]] [[point]] or [[edge]], Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ταναήκες, (ἀκή)
A with long point or edge, ταναήκεϊ χαλκῷ, of a sword or spear, Il.7.77, 24.754; of an axe, 23.118.
II tall, σχοῖνος Opp.H.4.53; Ἄλπεις Orph.A.1126. (τανυήκης is frequently v.l.)
German (Pape)
[Seite 1066] ες, mit langer Spitze, Schneide; χαλκός, Il. 7, 77; vom Beil, 23, 118; vom Schwert, 24, 254 Od. 4, 257; übh. spitzig. Von den Alpen, Orph. Arg. 1131, lang gestreckt, ausgedehnt, wie von ἥκω. S. τανυήκης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
allongé et aigu, allongé en pointe, tranchant.
Étymologie: ταναός, ἀκή.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνᾰήκης: с длинным острием или лезвием (χαλκός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰναήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ ἔχων ἐπιμήκη καὶ ἠκονημένην τὴν αἰχμήν, ταναήκεϊ χαλκῷ, ἐπὶ ξίφους ἢ λόγχης, Ἰλ. Η. 77, Ω. 754· ἐπὶ πελέκεως, Ψ. 118. ΙΙ. ὑψηλός, σχοῖνος Ὀππ. Ἁλ. 4. 53· Ἄλπεις Ὀρφ. Ἀργ. 1124. ― Συνεχῶς ἐναλλάσεται πρὸς τὸ τανυήκης.
English (Autenrieth)
ες: with long edge or point, sword or spear, axe, Il. 23.118.
Greek Monolingual
τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α
1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός
2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα-ήκης (αντί ταναο-ήκης, με σίγηση του -ο-, πρβλ. ταναϋφής) < ταναός «επιμήκης, μακρός», ενώ ο τ. τανυ-ήκης < αμάρτυρο επίθ. τανής (βλ. και λ. τάνυμαι, τείνω) + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. νε-ήκης, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τᾰναήκης: -ες (ἀκή), αυτός που έχει μακριά άκρη, επιμήκη αιχμή, σε Ομήρ. Ιλ.