χρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chronnymi
|Transliteration C=chronnymi
|Beta Code=xrw/nnumi
|Beta Code=xrw/nnumi
|Definition== [[χρῴζω]] (i.e. [[apply]] [[χρῶμα]] IV.<span class="bibl">2</span>), τῇλέξει <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span> 48</span>:—Pass., <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Hp.</span>1.165</span>; χρωννύω, = [[χρῴζω]], Alex.Aphr. in de An.45.16, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>7.7</span>.
|Definition== [[χρῴζω]] (i.e. [[paint]], [[apply colour]] IV.2), τῇλέξει Luc.''Hist.Conscr.'' 48:—Pass. [[χρώννυμαι]] = [[be painted]], Steph.''in Hp.''1.165; [[χρωννύω]], = [[χρῴζω]], Alex.Aphr. in de An.45.16, Lib.''Decl.''7.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] u. χρωννύω, 1) färben, Luc. imagg. 7 conscr. hist. 48; dah. – 2) beflecken, besudeln, Sp. – S. [[χρώζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] u. [[χρωννύω]], 1) [[färben]], Luc. imagg. 7 conscr. hist. 48; dah. – 2) [[beflecken]], [[besudeln]], Sp. – S. [[χρώζω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />[[colorer]], [[teindre]].<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρώννῡμι:'''<br /><b class="num">1</b> [[окрашивать]]: κυανώσει χρώννυσθαι Plut. окрашиваться в синий цвет;<br /><b class="num">2</b> [[писать красками]] (τι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''χρώννῡμι:''' = [[χρῴζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''χρώννῡμι:''' = [[χρῴζω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''χρώννῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[окрашивать]]: κυανώσει χρώννυσθαι Plut. окрашиваться в синий цвет;<br /><b class="num">2)</b> [[писать красками]] (τι Luc.).
|mantxt=(=[[ἀγγίζω]], [[χρωματίζω]], [[μολύνω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[χρώς]], χρωτός, ὁ (=[[ἐπιδερμίδα]], [[δέρμα]]) πού παράγεται ἀπό τό [[χραύω]] (=[[ξύνω]]) καί εἶναι συγγενικό μέ τό [[χροιά]]. Θέμα χρωτ + jω = [[χρώζω]] καί χρώσ+νυ+μι = [[χρώννυμι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χρῶμα]], [[χρωματίζω]] (=[[βάφω]]), [[χρωματικός]], [[χρῶσις]], [[ἀπόχρωσις]], [[χρωστήρ]], [[χρωτίζω]], [[χρωματισμός]], [[ἀχρωμάτιστος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:06, 20 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρώννῡμι Medium diacritics: χρώννυμι Low diacritics: χρώννυμι Capitals: ΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: chrṓnnymi Transliteration B: chrōnnymi Transliteration C: chronnymi Beta Code: xrw/nnumi

English (LSJ)

= χρῴζω (i.e. paint, apply colour IV.2), τῇλέξει Luc.Hist.Conscr. 48:—Pass. χρώννυμαι = be painted, Steph.in Hp.1.165; χρωννύω, = χρῴζω, Alex.Aphr. in de An.45.16, Lib.Decl.7.7.

German (Pape)

[Seite 1383] u. χρωννύω, 1) färben, Luc. imagg. 7 conscr. hist. 48; dah. – 2) beflecken, besudeln, Sp. – S. χρώζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
colorer, teindre.
Étymologie: χρώς.

Russian (Dvoretsky)

χρώννῡμι:
1 окрашивать: κυανώσει χρώννυσθαι Plut. окрашиваться в синий цвет;
2 писать красками (τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρώννῡμι: χρώζω, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 48· χρωνύω, Λιβάν.

Greek Monolingual

και χρωννύω, ΜΑ
1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν.
β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.)
2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ κάλλος, καὶ χρωννύτω τῇ λέξει», λουκιαν.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «χρώσειν
μολύνειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικοί τ. του ρηματ. αυτού συστήματος είναι οι τ. του παθ. αορ. -χρώσ-θην και του παθ. παρακμ. κέ-χρωσμαι, σχηματισμένοι από το θ. χρωσ-της λ. χρώς, από τους οποίους προήλθαν οι τ. της ενεργητικής φωνής χρώσω, ἔχρωσα, ἐπι-κέχρωκα και στη συνέχεια ο ενεστ. σε -ννυμι/-νύω].

Greek Monotonic

χρώννῡμι: = χρῴζω, σε Λουκ.

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγίζω, χρωματίζω, μολύνω). Ἀπό τό οὐσ. χρώς, χρωτός, ὁ (=ἐπιδερμίδα, δέρμα) πού παράγεται ἀπό τό χραύω (=ξύνω) καί εἶναι συγγενικό μέ τό χροιά. Θέμα χρωτ + jω = χρώζω καί χρώσ+νυ+μι = χρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χρῶμα, χρωματίζω (=βάφω), χρωματικός, χρῶσις, ἀπόχρωσις, χρωστήρ, χρωτίζω, χρωματισμός, ἀχρωμάτιστος.