καταέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataennymi
|Transliteration C=kataennymi
|Beta Code=katae/nnumi
|Beta Code=katae/nnumi
|Definition=or κατ-εινύω, Ep. Verb, not found in the form [[καθέννυμι]] because of the digamma, only in impf., aor. Act., and pf. Pass.:— [[clothe]], [[cover]], <b class="b3">θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν</b> (aor., [[varia lectio|v.l.]] [[-είνυον]]) <span class="bibl">Il.23.135</span>; νηοὺς αἵματι καπνῷ τε… κατείνυον <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.673</span>:—Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ <span class="bibl">Od.13.351</span>, <span class="bibl">19.431</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>228</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>285</span>; ἕδος κ. ὕλῃ <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>225</span>.
|Definition=or [[καταεινύω]], Ep. Verb, not found in the form [[καθέννυμι]] because of the digamma, only in impf., aor. Act., and pf. Pass.:—[[clothe]], [[cover]], <b class="b3">θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν</b> (aor., [[varia lectio|v.l.]] κατείνυον) Il.23.135; νηοὺς αἵματι καπνῷ τε… κατείνυον Opp.''H.''2.673:—Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.13.351, 19.431, ''h.Merc.''228, ''h.Ven.''285; ἕδος κ. ὕλῃ ''h.Ap.''225.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-έννυμι en κατα-εινύω, ep. voor καθέννυμι, alleen in imperf. en perf. pass., bedekken:. ὄρος καταειμένον ὕλῃ een berg bedekt met bos Od. 13.351.
|elnltext=κατα-έννυμι en κατα-εινύω, ep. voor καθέννυμι, alleen in imperf. en perf. pass., bedekken:. ὄρος καταειμένον ὕλῃ een berg bedekt met bos Od. 13.351.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταέννῡμι:''' ή -εινύω, μόνο σε παρατ., αόρ. αʹ και Παθ. παρακ.· [[ντύνω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], θριξὶ νέκυν [[καταείνυσαν]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] καταειμένον ὕλῃ, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''καταέννῡμι:''' ή -εινύω, μόνο σε παρατ., αόρ. αʹ και Παθ. παρακ.· [[ντύνω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], θριξὶ νέκυν [[καταείνυσαν]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] καταειμένον ὕλῃ, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -εινύω only in imperf., aor1 and perf. [[pass]].]<br />to [[clothe]], [[cover]], θριξὶ νέκυν [[καταείνυσαν]] Il.:— Pass., [[ὄρος]] καταειμένον ὕλῃ Od.
|mdlsjtxt=or -εινύω only in imperf., aor1 and perf. [[pass]].]<br />to [[clothe]], [[cover]], θριξὶ νέκυν [[καταείνυσαν]] Il.:— Pass., [[ὄρος]] καταειμένον ὕλῃ Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταέννῡμι Medium diacritics: καταέννυμι Low diacritics: καταέννυμι Capitals: ΚΑΤΑΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: kataénnymi Transliteration B: kataennymi Transliteration C: kataennymi Beta Code: katae/nnumi

English (LSJ)

or καταεινύω, Ep. Verb, not found in the form καθέννυμι because of the digamma, only in impf., aor. Act., and pf. Pass.:—clothe, cover, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν (aor., v.l. κατείνυον) Il.23.135; νηοὺς αἵματι καπνῷ τε… κατείνυον Opp.H.2.673:—Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.13.351, 19.431, h.Merc.228, h.Ven.285; ἕδος κ. ὕλῃ h.Ap.225.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ἕννυμι), p. = καθέννυμι, bekleiden, bedecken; ὄρος καταειμένον ὕλῃ, mit Wald bekleideter, waldbewachsener Berg, Od. 13, 351. 19, 431; θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυον (Bekker mit Aristarch καταείνυσαν), sie bedeckten den Todten, Il. 23, 135; Hesych. erkl. κατεκάλυπτον; die Form κατείνυον Opp. Hal. 2, 673 zu vergleichen; a. sp. D., wie Qu. Sm. 13, 488 Ap. Rh. 1, 938.

French (Bailly abrégé)

vêtir ; recouvrir : θριξὶ νέκυν IL un mort de chevelures (dont on lui fait hommage) ; ὄρος καταειμένον ὕλῃ OD montagne couverte de bois.
Étymologie: κατά, ἕννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-έννυμι en κατα-εινύω, ep. voor καθέννυμι, alleen in imperf. en perf. pass., bedekken:. ὄρος καταειμένον ὕλῃ een berg bedekt met bos Od. 13.351.

Russian (Dvoretsky)

καταέννῡμι: (эп. 3 л. pl. impf. καταείνυον - v.l., aor. 1 καταείνῠσαν, эп. part. pf. pass. καταειμένος) одевать, покрывать (θριξὶ πάντα νέκυν, ὄρος καταειμένον ὕλῃ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

καταέννῡμι: ἢ -εινύω (ἀρχ. Ἐπικ. ῥῆμα μὴ ἀπαντῶν ἐν τῷ τύπῳ καθέννυμι ἕνεκα τοῦ δίγαμμα, πρβλ. ἐπιέννυμι), εὔχρηστον μόνον κατὰ παρατ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παθ. (ἴδε κατωτ). Ἐνδύω, καλύπτω, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν (ἀόρ., διάφ. γρ. καταείνυον) Ἰλ. Ψ. 135 (περὶ τοῦ ἐθίμου ἴδε κείρω Ι)· νηοὺς αἵματι καπνῷ τε… καταείνυον Ὀππ. Ἁλ. 2. 673.―Παθ., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Ὀδ. Ν. 351, Τ. 431, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 228, εἰς Ἀφρ. 286.

Greek Monolingual

καταέννυμι και καταεινύω (Α)
καλύπτω, σκεπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔννυμι «ενδύω»].

Greek Monotonic

καταέννῡμι: ή -εινύω, μόνο σε παρατ., αόρ. αʹ και Παθ. παρακ.· ντύνω, καλύπτω, σκεπάζω, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄρος καταειμένον ὕλῃ, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

or -εινύω only in imperf., aor1 and perf. pass.]
to clothe, cover, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν Il.:— Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.