Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metopidios
|Transliteration C=metopidios
|Beta Code=metwpi/dios
|Beta Code=metwpi/dios
|Definition=ον, = [[μετωπιαῖος]], [[ἱδρώς]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.171</span> (cj. for -[[ιδαῖος]]; [[varia lectio|v.l.]] [[περιμετωπίδιος]]) ; πλέγμα <span class="title">AP</span>9.543 (Phil.).
|Definition=μετωπίδιον, = [[μετωπιαῖος]], [[ἱδρώς]] Hp.''Mul.''2.171 (cj. for -[[ιδαῖος]]; [[varia lectio|v.l.]] [[περιμετωπίδιος]]); πλέγμα ''AP''9.543 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
|btext=ος, ον :<br />[[du front]].<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

μετωπίδιον, = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος); πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Russian (Dvoretsky)

μετωπίδιος: (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный (πλέγμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερίδιος, ωμίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μετωπίδιος, ον μέτωπον
on the forehead, Anth.