παλιντοκία: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />réclamation d'intérêts déjà payés.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τόκος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[réclamation d'intérêts déjà payés]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τόκος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιντοκία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το να λαμβάνει [[κάποιος]] εκ νέου τον τόκο ο [[οποίος]] έχει ήδη καταβληθεί<br /><b>2.</b> η [[παλιγγενεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>τοκία</i>].
|mltxt=[[παλιντοκία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το να λαμβάνει [[κάποιος]] εκ νέου τον τόκο ο [[οποίος]] έχει ήδη καταβληθεί<br /><b>2.</b> η [[παλιγγενεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[ευτοκία]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντοκία Medium diacritics: παλιντοκία Low diacritics: παλιντοκία Capitals: ΠΑΛΙΝΤΟΚΙΑ
Transliteration A: palintokía Transliteration B: palintokia Transliteration C: palintokia Beta Code: palintoki/a

English (LSJ)

ἡ, demand for repayment of interest, Plu.2.295d.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réclamation d'intérêts déjà payés.
Étymologie: πάλιν, τόκος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντοκία:требование о возврате уплаченных процентов Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντοκία: ἡ, τὸ λαμβάνειν ὀπίσω τοὺς τόκους οὓς ἄλλοτε ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «τέλος δὲ δόγμα θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. παλιντοκία, = παλιγγενεσία, ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.

Greek Monolingual

παλιντοκία, ἡ (Α)
1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί
2. η παλιγγενεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τοκία (< -τόκος < τίκτω), πρβλ. ευτοκία].