συρίττω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῠρίττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] του [[συρίζω]]. | |lsmtext='''σῠρίττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] του [[συρίζω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[παίζω]] αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό [[σῦριγξ]] -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[συρίγγιον]] (ὑποκορ.), [[σύριγμα]], [[συριγμός]], [[σύρισμα]], [[συρικτής]], [[συρικτήρ]], [[συριστής]], [[συριστική]] (ἐνν. [[τέχνη]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 14 October 2022
English (LSJ)
v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐσύριττον;
att. c. συρίζω.
Russian (Dvoretsky)
σῡρίττω: атт. = συρίζω I.
Greek (Liddell-Scott)
σῠρίττω: ἴδε συρίζω.
Greek Monotonic
σῠρίττω: μεταγεν. Αττ. τύπος του συρίζω.
Mantoulidis Etymological
(=παίζω αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό σῦριγξ -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συρίγγιον (ὑποκορ.), σύριγμα, συριγμός, σύρισμα, συρικτής, συρικτήρ, συριστής, συριστική (ἐνν. τέχνη).