χλοῦνις: Difference between revisions
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chloynis | |Transliteration C=chloynis | ||
|Beta Code=xlou=nis | |Beta Code=xlou=nis | ||
|Definition=ἡ, [[virility]], <b class="b3">σπέρματός τ' ἀποφθοραὶ</b> (Musgrave [[ἀποφθορᾷ]]) παίδων κακοῦται χ. | |Definition=ἡ, [[virility]], <b class="b3">σπέρματός τ' ἀποφθοραὶ</b> (Musgrave [[ἀποφθορᾷ]]) παίδων κακοῦται χ. A.''Eu.''188. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ούνεως, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η νεανική [[ηλικία]] ή, κατ' άλλους, ο [[ευνουχισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλούνης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ( | |mltxt=-ούνεως, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η νεανική [[ηλικία]] ή, κατ' άλλους, ο [[ευνουχισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλούνης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[δύναμις]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη μειωτική σημ. του τ. [[χλούνης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, virility, σπέρματός τ' ἀποφθοραὶ (Musgrave ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χ. A.Eu.188.
German (Pape)
[Seite 1360] ἡ, das Verschneiden, Entmannen (vgl. χλούνης), oder nach Andern das blühende Knabenalter (?); σπέρματός τ' ἀποφθορᾷ παίδων κακοῦται χλοῦνις Aesch. Eum. 179, v.l. κακοῦ τε χλοῦνις; der Vers ist verderbt, die Bedeutung unklar.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
fleur de jeunesse, puberté ; p. ext. pubis ou sexe de l'homme.
Étymologie: χλούνης.
Russian (Dvoretsky)
χλοῦνις: εως ἡ предполож. оскопление Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
χλοῦνις: ἡ, λέξις τις ἀπαντῶσα ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 189, καὶ ὑποκειμένη εἰς τὰς αὐτὰς ἀμφιβολίας εἰς ἃς καὶ τὸ χλούνης, αἵτινες ἐπαυξάνονται ὡς ἐκ τῆς ἐφθαρμένης καταστάσεως τοῦ χωρίου (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ). Τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον φέρει σπέρματός τ’ ἀποφθοραὶ (Schütz ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χλ., καὶ παρέχεται ἡ σημασία τῆς χλωρᾶς ἡλικίας, ἢ νεανικῆς ἀκμῆς καὶ ζωηρότητος. 2) ἕτεροι παραδέχονται τὴν διόρθωσιν τοῦ Stanley (ἥτις στηρίζεται ἐπὶ τῆς πρώτης ἑρμηνείας τοῦ χλούνης), κακή τε χλοῦνις ἠδ’ ἀκρωνία, εὐνουχισμὸς καὶ ἀκρωτηριασμός˙ ἀλλὰ πρβλ. ἀκρωνία.
Greek Monolingual
-ούνεως, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η νεανική ηλικία ή, κατ' άλλους, ο ευνουχισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλούνης + κατάλ. -ις (πρβλ. δύναμις). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε αντιδιαστολή προς τη μειωτική σημ. του τ. χλούνης].
Greek Monotonic
χλοῦνις: ἡ, λέξη άγνωστης σημασίας (όπως χλούνης), πιθ. φρεσκάδα, νεανική ακμή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
χλοῦνις, ιος, ἡ, like χλούνης
a word of unknown sense, perhaps freshness, youthful vigour, Aesch.