ματίζω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=matizo | |Transliteration C=matizo | ||
|Beta Code=matizw | |Beta Code=matizw | ||
|Definition== [[ματεύω]], in aor. inf. [[ματίσαι]], Hsch. (leg. [[ματῆσαι]]). | |Definition== [[ματεύω]], in aor. inf. [[ματίσαι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (leg. [[ματῆσαι]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
= ματεύω, in aor. inf. ματίσαι, Hsch. (leg. ματῆσαι).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰτίζω: ματεύω, Ἡσύχ. (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ματῆσαι, ἐκ τοῦ ματέω).
Greek Monolingual
(Α ματίζω)
νεοελλ.
1. αυξάνω το μήκος κάποιου πράγματος με προσθήκη προέκτασης («ματίζω το ύφασμα για να φτάσει για το φόρεμα»)
2. ναυτ. συνάπτω, δένω, συνδέω τα άκρα δύο σχοινιών με ματισιά.
αρχ.
ματεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμματίζω. Με την αρχ. σημασία της η λ. είναι μεταπλασμένος τ. του ματεύω, κατά τα ρ. σε -ίζω].