συννέφω: Difference between revisions
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
m (pape replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synnefo | |Transliteration C=synnefo | ||
|Beta Code=sunne/fw | |Beta Code=sunne/fw | ||
|Definition=pf. [[συννένοφα]]:—< | |Definition=pf. [[συννένοφα]]:—<br><span class="bld">A</span> [[collect clouds]], Ζεὺς ξυννέφει [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1502; σ. τὸ περιέχον Plu.2.641d: impers. [[συννέφει]], [[it is cloudy]], εἰ συννέφει, εἰκὸς ὁ̄σαι Arist.''Rh.''1393a6; ξυννένοφε Ar.''Fr.'' 46.<br><span class="bld">2</span> trans., [[συννεφεῖν]] (leg. <b class="b3">συννέφειν</b>) νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν [[LXX]] ''Ge.''9.14.<br><span class="bld">II</span> metaph. of persons, <b class="b3">συννέφουσαν ὄμματα</b> [[wearing a dark and gloomy look]], E.''El.''1078; κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ar.''Fr.''395 (anap.), cf. Philostr.''VS''1.18.1; ἐπερωτηθεὶς διὰ τί συννένοφε D.C.55.11.<br><span class="bld">2</span> to [[be under a cloud]], [[be in adversity]], opp. [[εὐτυχεῖν]], E.''Fr.''330.7. ([[συννεφεῖ]], etc., codd., corr. Cobet.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 07:07, 21 September 2023
English (LSJ)
pf. συννένοφα:—
A collect clouds, Ζεὺς ξυννέφει Ar.Av.1502; σ. τὸ περιέχον Plu.2.641d: impers. συννέφει, it is cloudy, εἰ συννέφει, εἰκὸς ὁ̄σαι Arist.Rh.1393a6; ξυννένοφε Ar.Fr. 46.
2 trans., συννεφεῖν (leg. συννέφειν) νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν LXX Ge.9.14.
II metaph. of persons, συννέφουσαν ὄμματα wearing a dark and gloomy look, E.El.1078; κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ar.Fr.395 (anap.), cf. Philostr.VS1.18.1; ἐπερωτηθεὶς διὰ τί συννένοφε D.C.55.11.
2 to be under a cloud, be in adversity, opp. εὐτυχεῖν, E.Fr.330.7. (συννεφεῖ, etc., codd., corr. Cobet.)
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυννέφω Α
1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῖς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῖσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ.
β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.)
2. απρόσ. συννέφει
ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά («καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ' εὖ», Αριστοφ.)
3. (για πρόσ.) γίνομαι σκυθρωπός, έχω λυπημένη ή δυσαρεστημένη έκφραση («ὡς εἶδεν αὐτὸν σκυθρωπάσαντα, ἤρετο διὰ τί συννένοφεν», Δίων Κάσσ)
4. μτφ. ζω μαύρη ζωή, δυστυχώ («οὕτω δὲ θνητῶν σπέρμα τῶν μὲν εὐτυχεῖ λαμπρᾷ γαλήνῃ, τῶν δὲ συννέφει πάλιν, ζῶσιν τε ἐν κακοῖσιν», Ευ ρ.)
5. φρ. «συννεφῶ ὄμματα» — έχω μάτια σκοτεινά, έχω θλιμμένο βλέμμα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. συννεφής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννέφω, Att. ook ξυννέφω [συννεφής] met wolken bedekken; onpers.: συννέφει het is bewolkt; Aristot. Rh. 1393a6; overdr. somber kijken:. συννέφουσαν ὄμματα met sombere blik in de ogen Eur. El. 1078.
German (Pape)
= συννεφέω; Suid. führt aus Ar. συννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ an; διὰ τί συννένοφε, finster aussehn, DC. 55.11.