καταχρηστικός: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katachristikos | |Transliteration C=katachristikos | ||
|Beta Code=kataxrhstiko/s | |Beta Code=kataxrhstiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καταχρηστική, καταχρηστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[misused]], [[misapplied]], of words and phrases, ὑπάκουσις Phld.''Rh.''1.89 S., cf. S.E. ''M.''8.129. Adv. [[σεληνιακῶς]] = [[by a misuse of language]], Str.7.7.11, S.E.''P.''1.191, etc.; opp. [[κυρίως]], D.T.632.24, Phld.''Po.''5.15, Ph.1.68: Comp. καταχρηστικώτερον A.D. ''Synt.''4.26, S.E.''M.''6.2.<br><span class="bld">2</span> [[serviceable]], τὰ κ. καὶ συνεργατικὰ πρός τι Ptol. ''Tetr.''80. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
καταχρηστική, καταχρηστικόν,
A misused, misapplied, of words and phrases, ὑπάκουσις Phld.Rh.1.89 S., cf. S.E. M.8.129. Adv. σεληνιακῶς = by a misuse of language, Str.7.7.11, S.E.P.1.191, etc.; opp. κυρίως, D.T.632.24, Phld.Po.5.15, Ph.1.68: Comp. καταχρηστικώτερον A.D. Synt.4.26, S.E.M.6.2.
2 serviceable, τὰ κ. καὶ συνεργατικὰ πρός τι Ptol. Tetr.80.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρηστικός: ἡ, όν, κακῶς μεταχειριζόμενος, Ἐκκλ. ΙΙ. κακῶς μεταχειρισμένος, κακῶς ἐφαρμοζόμενος, ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 129.- Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ κακὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, οὐχὶ κυριολεκτικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 191· Συγκρ. = -ώτερον ὁ αὐτ. ἐν Μ. 6. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταχρηστικός, -ή, -όν) καταχρώμαι
1. αυτός που κάνει κατάχρηση
2. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται κατά παράβαση του κανόνα ή με υπέρβαση του αυστηρά ορθού, κακώς εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος
3. φρ. α) «καταχρηστικές δίφθογγοι» — οι δίφθογγοι ᾳ, ῃ, ῳ
β) «καταχρηστικές προθέσεις» — οι προθέσεις ἄνευ, ἄχρι, μέχρι, χωρίς, ἕνεκα ή ἕνεκεν, πλήν, ὡς, χάριν, οι οποίες δεν απαντούν εν συνθέσει εκτός της πλήν
νεοελλ.
φρ. μαθ. «καταχρηστικό κλάσμα» — το κλάσμα του οποίου ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή
αρχ.
εξυπηρετικός, πρόθυμος, χρήσιμος.
επίρρ...
καταχρηστικώς και -ά (Α καταχρηστικώς)
νεοελλ.
κατά παράβαση του κανόνα, κατ' εξαίρεση
μσν.
αφύσικα
αρχ.
1. μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά
2. ανακριβώς, αδοκίμως, κατά κακή χρήση της γλώσσας.
German (Pape)
ή, όν, in uneigentlicher Bedeutung gebraucht, uneigentlich, oft bei Rhett. und Gramm.; auch im adv.; καταχρηστικώτερον Schol. Pind. P. 4.253.