δοξαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(4)
 
m (Text replacement - "Urtheilskraft" to "Urteilskraft")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=doksastikos
|Transliteration C=doksastikos
|Beta Code=docastiko/s
|Beta Code=docastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">forming opinions, conjecturing</b>, opp. <b class="b3">ἐπιστήμων</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>207c</span>; <b class="b3">δ. ἐπιστήμη</b> <b class="b2">conjectural</b> knowledge, <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>233c</span>, cf. <span class="bibl">268c</span>; δ. ἔννοιαι <b class="b2">pertaining to judgement</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.</span>24</span>; <b class="b3">τὰς δοξαστικὰς</b> (sc. <b class="b3">φαντασίας</b>) <b class="b2">belonging to opinion</b>, Phld.<span class="title">Herc.</span>1003; <b class="b3">τὸ δ. [μέρος τῆς ψυχῆς</b>], opp. <b class="b3">τὸ ἐπιστημονικόν</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1140b26</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in good sense, <b class="b2">original, full of ideas</b>, ψυχὴ ἀνδρικὴ καὶ δ. <span class="bibl">Isoc.13.17</span>: τὸ -κόν Antig.Nic. ap. Heph. Astr.<span class="bibl">2.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adv. <b class="b3">-κῶς</b>, opp. <b class="b3">κατ' ἀλήθειαν</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>43b8</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.14J.</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>11.156</span>, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.609</span> S.</span>
|Definition=δοξαστική, δοξαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[forming opinions]], [[conjecturing]], opp. [[ἐπιστήμων]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''207c; [[δοξαστική ἐπιστήμη]] = [[conjectural knowledge]], Id.''Sph.''233c, cf. 268c; δοξαστικαί ἔννοιαι pertaining to [[judgement]], Epicur.''Sent.''24; τὰς δοξαστικὰς (''[[sc.]]'' [[φαντασία]]ς) belonging to [[opinion]], Phld.''Herc.''1003; [[τὸ δοξαστικόν]] [μέρος τῆς ψυχῆς], opp. [[τὸ ἐπιστημονικόν]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1140b26.<br><span class="bld">2</span> in good sense, [[original]], [[full of ideas]], [[ψυχὴ]] ἀνδρικὴ καὶ δοξαστική Isoc.13.17: τὸ δοξαστικόν Antig.Nic. ap. Heph. Astr.2.18.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[δοξαστικῶς]], opp. [[κατ' ἀλήθειαν]], Arist.''APr.''43b8, cf. Phld.''Oec.''p.14J., S.E.''M.''11.156, Procl. ''in Prm.''p.609 S.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[basado en la apariencia o la imagen]] ἐπιστήμη op. [[ἀλήθεια]] Pl.<i>Sph</i>.233c.<br /><b class="num">2</b> [[basado en la opinión o la conjetura]] γνῶσις Hero <i>Def</i>.136.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que tiene la capacidad de opinión]], [[que se forma opiniones]] θατέρου (τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς) ... τοῦ δοξαστικοῦ Arist.<i>EN</i> 1140<sup>b</sup>26, cf. Plot.5.3.9, Chrys.M.55.641, Phlp.<i>in APr</i>.32.21, ἔννοιαι Epicur.<i>Sent</i>.[5] 24, δ. καὶ φανταστικὴ ... κίνησις Plu.2.1024a, cf. 1017a, 1031d, λόγος Plot.2.2.3, εὐφυΐα Dam.<i>Isid</i>.32<br /><b class="num"></b>subst. ὁ δ. de pers. [[el que tiene opinión]] op. [[τεχνικός τε καὶ ἐπιστήμων]] Pl.<i>Tht</i>.207c, op. [[σοφός]]: οὐχὶ δέ γε τῶν δοξαστικῶν ἔσται ὁ σοφός S.E.<i>M</i>.7.157<br /><b class="num"></b>subst. ἡ δ. (<i>[[sc.]]</i> τέχνη) [[arte que se basa en la opinión]] Pl.<i>Sph</i>.268c, μιαίνεται ἡ [[διάνοια]] ... ὅταν ἢ φανταστικῇ ἢ δοξαστικῇ ἀναμίγνυται Porph.<i>Abst</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>τὸ δ. [[facultad de opinar]] op. [[αἰσθητικόν]] Arist.<i>de An</i>.413<sup>b</sup>30, Plu.2.1031e.<br /><b class="num">2</b> [[ingenioso]], [[lleno de ideas]] ψυχῆς ἀνδρικῆς καὶ δοξαστικῆς ἔργον εἶναι Isoc.13.17<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δοξαστικὸν καὶ μεγαλόφρον καὶ δωρητικόν Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.33.<br /><b class="num">III</b> [[glorificador]] τὴν δοξαστικὴν δύναμιν ἐπιδείξεται Gr.Nyss.<i>Maced</i>.108.33.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς [[mediante opinión o juicio]] τούτων ποῖα δ. καὶ ποῖα κατ' ἀλήθειαν Arist.<i>APr</i>.43<sup>b</sup>8, δ., οὐ προληπτικῶς Phld.<i>Oec</i>.5.3, δ. καὶ κατὰ κρίσιν S.E.<i>M</i>.11.156.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] meinend, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἐπιστήμων]], Plat. Theaet. 207 c; dah. ἡ δοξαστική, Soph. 268 c; ein Schein-Wissen, 233 e. Bei Arist. Nic. Eth. 6, 5 extr. ist τὸ δοξαστικὸν ψυχῆς [[μέρος]], wovon 13, 2 dke [[φρόνησις]] u. die [[δεινότης]] als zwei εἴδη angegeben werden, = Urteilskraft. – Adv., Sext. Emp. adv. math. 11, 155.
}}
{{elru
|elrutext='''δοξαστικός:'''<br /><b class="num">1</b> (предполагающий, вырабатывающий (определенные) мнения ([[μέρος]] τῆς φυχῆς Arst.; φορὰ καὶ [[ὁρμή]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[основанный на мнениях]], [[предположительный]] ([[ἐπιστήμη]] Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''δοξαστικός''': -ή, -όν, ὁ μορφώνων γνώμας, ἰδέας, σχηματίζων εἰκασίας, ἀντίθ. [[ἐπιστήμων]], Πλάτ. Θεαιτ. 207C· δ. [[ἐπιστήμη]], [[γνῶσις]] ἐξ εἰκασίας, δι’ εἰκασίας, ὁ αὐτ. Σοφ. 233C, πρβλ. 268C τὸ δοξ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς, ἀντίθ. τὸ ἐπιστημονικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθ. κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 1. 27, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοξαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί [[κάποιος]], [[υμνητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δοξαστικό]](<i>ν</i>)<br />ιδιόμελο, [[συνήθως]], τροπάριο του όρθρου, της λιτής και του εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο [[στίχος]] «[[δόξα]] Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει [[σχέση]] με [[δοξασία]], με [[εικασία]].
}}
}}

Latest revision as of 16:29, 11 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξαστικός Medium diacritics: δοξαστικός Low diacritics: δοξαστικός Capitals: ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: doxastikós Transliteration B: doxastikos Transliteration C: doksastikos Beta Code: docastiko/s

English (LSJ)

δοξαστική, δοξαστικόν,
A forming opinions, conjecturing, opp. ἐπιστήμων, Pl.Tht.207c; δοξαστική ἐπιστήμη = conjectural knowledge, Id.Sph.233c, cf. 268c; δοξαστικαί ἔννοιαι pertaining to judgement, Epicur.Sent.24; τὰς δοξαστικὰς (sc. φαντασίας) belonging to opinion, Phld.Herc.1003; τὸ δοξαστικόν [μέρος τῆς ψυχῆς], opp. τὸ ἐπιστημονικόν, Arist.EN1140b26.
2 in good sense, original, full of ideas, ψυχὴ ἀνδρικὴ καὶ δοξαστική Isoc.13.17: τὸ δοξαστικόν Antig.Nic. ap. Heph. Astr.2.18.
II Adv. δοξαστικῶς, opp. κατ' ἀλήθειαν, Arist.APr.43b8, cf. Phld.Oec.p.14J., S.E.M.11.156, Procl. in Prm.p.609 S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1basado en la apariencia o la imagen ἐπιστήμη op. ἀλήθεια Pl.Sph.233c.
2 basado en la opinión o la conjetura γνῶσις Hero Def.136.2.
II 1que tiene la capacidad de opinión, que se forma opiniones θατέρου (τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς) ... τοῦ δοξαστικοῦ Arist.EN 1140b26, cf. Plot.5.3.9, Chrys.M.55.641, Phlp.in APr.32.21, ἔννοιαι Epicur.Sent.[5] 24, δ. καὶ φανταστικὴ ... κίνησις Plu.2.1024a, cf. 1017a, 1031d, λόγος Plot.2.2.3, εὐφυΐα Dam.Isid.32
subst. ὁ δ. de pers. el que tiene opinión op. τεχνικός τε καὶ ἐπιστήμων Pl.Tht.207c, op. σοφός: οὐχὶ δέ γε τῶν δοξαστικῶν ἔσται ὁ σοφός S.E.M.7.157
subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) arte que se basa en la opinión Pl.Sph.268c, μιαίνεται ἡ διάνοια ... ὅταν ἢ φανταστικῇ ἢ δοξαστικῇ ἀναμίγνυται Porph.Abst.4.20
τὸ δ. facultad de opinar op. αἰσθητικόν Arist.de An.413b30, Plu.2.1031e.
2 ingenioso, lleno de ideas ψυχῆς ἀνδρικῆς καὶ δοξαστικῆς ἔργον εἶναι Isoc.13.17
subst. τὸ δοξαστικὸν καὶ μεγαλόφρον καὶ δωρητικόν Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.33.
III glorificador τὴν δοξαστικὴν δύναμιν ἐπιδείξεται Gr.Nyss.Maced.108.33.
IV adv. -ῶς mediante opinión o juicio τούτων ποῖα δ. καὶ ποῖα κατ' ἀλήθειαν Arist.APr.43b8, δ., οὐ προληπτικῶς Phld.Oec.5.3, δ. καὶ κατὰ κρίσιν S.E.M.11.156.

German (Pape)

[Seite 657] meinend, Gegensatz von ἐπιστήμων, Plat. Theaet. 207 c; dah. ἡ δοξαστική, Soph. 268 c; ein Schein-Wissen, 233 e. Bei Arist. Nic. Eth. 6, 5 extr. ist τὸ δοξαστικὸν ψυχῆς μέρος, wovon 13, 2 dke φρόνησις u. die δεινότης als zwei εἴδη angegeben werden, = Urteilskraft. – Adv., Sext. Emp. adv. math. 11, 155.

Russian (Dvoretsky)

δοξαστικός:
1 (предполагающий, вырабатывающий (определенные) мнения (μέρος τῆς φυχῆς Arst.; φορὰ καὶ ὁρμή Plut.);
2 основанный на мнениях, предположительный (ἐπιστήμη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δοξαστικός: -ή, -όν, ὁ μορφώνων γνώμας, ἰδέας, σχηματίζων εἰκασίας, ἀντίθ. ἐπιστήμων, Πλάτ. Θεαιτ. 207C· δ. ἐπιστήμη, γνῶσις ἐξ εἰκασίας, δι’ εἰκασίας, ὁ αὐτ. Σοφ. 233C, πρβλ. 268C τὸ δοξ. μέρος τῆς ψυχῆς, ἀντίθ. τὸ ἐπιστημονικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθ. κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 1. 27, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δοξαστικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός
2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν)
ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο του όρθρου, της λιτής και του εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»
αρχ.
εκείνος που έχει σχέση με δοξασία, με εικασία.