δυσάντητος: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysantitos | |Transliteration C=dysantitos | ||
|Beta Code=dusa/nthtos | |Beta Code=dusa/nthtos | ||
|Definition= | |Definition=δυσάντητον,<br><span class="bld">A</span> [[disagreeable to meet]], [[boding of ill]], opp. [[εὐάντητος]], Luc.''Tim.''5, etc.<br><span class="bld">II</span> [[hard to withstand]], πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.''H.''3.5; κακά Max. Tyr.5.3. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont l'abord est terrible <i>ou</i> funeste;<br /><b>2</b> terrible <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἀντάω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[dont l'abord est terrible]] <i>ou</i> funeste;<br /><b>2</b> [[terrible]] <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἀντάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσάντητον,
A disagreeable to meet, boding of ill, opp. εὐάντητος, Luc.Tim.5, etc.
II hard to withstand, πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.H.3.5; κακά Max. Tyr.5.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 que constituye un mal encuentro, ante lo que es mejor no encontrarse θέαμα Luc.Tim.5, κυδοιμός Nonn.D.24.168, ἔρωτες Nonn.D.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.
2 difícil de soportar πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.H.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.
German (Pape)
[Seite 676] unangenehm zu begegnen, widrig, lästig, mit böser Vorbedeutung verbunden; θέαμα Luc. Tim. 5 u. a. Sp.; dem man schwer widerstehen kann, καὶ ἀχθεινὰ πάθη Plut. Consol. ad Apollon. p. 359.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont l'abord est terrible ou funeste;
2 terrible ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἀντάω.
Russian (Dvoretsky)
δυσάντητος:
1 неприятный на вид, отталкивающий (θέαμα Luc.);
2 невыносимый, нестерпимый (τῆς ψυχῆς πάθη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσάντητος: -ον, οὗ ἡ συνάντησις εἶνε δυσάρεστος ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. εὐάντητος, Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, δυσκαταγώνιστος, Πλούτ. 2. 118C.
Greek Monolingual
δυσάντητος, -ον (AM)
1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η συνάντηση μαζί του θα φέρει κακοτυχία], Λουκ.)
2. αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ πάθη καὶ δυσάντητα», Πλούτ.).
Greek Monotonic
δυσάντητος: -ον (ἀντάω), δυσάρεστος στο να συναντηθεί από κάποιον, απεχθής, ενοχλητικός, σε Λουκ.
Middle Liddell
δυσ-άντητος, ον adj ἀντάω
disagreeable to meet, boding of ill, Luc.