πολυκαγκής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polykagkis
|Transliteration C=polykagkis
|Beta Code=polukagkh/s
|Beta Code=polukagkh/s
|Definition=ές, (κάγκω, καίω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[parching]], δίψα <span class="bibl">Il.11.642</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[very dry]], χώρη <span class="title">AP</span>9.678.</span>
|Definition=πολυκαγκές, ([[κάγκω]], [[καίω]])<br><span class="bld">A</span> [[parching]], δίψα Il.11.642.<br><span class="bld">2</span> [[very dry]], χώρη ''AP''9.678.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui dessèche, qui brûle.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], *κάγκω, c. [[καίω]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui dessèche]], [[qui brûle]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], *κάγκω, c. [[καίω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυκαγκής -ές [πολύς, ~ κάγκανος] zeer droog, brandend:. π. δίψα brandende dorst Il. 11.642.
|elnltext=πολυκαγκής -ές [πολύς, ~ κάγκανος] zeer droog, brandend:. π. δίψα brandende dorst Il. 11.642.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκαγκής Medium diacritics: πολυκαγκής Low diacritics: πολυκαγκής Capitals: ΠΟΛΥΚΑΓΚΗΣ
Transliteration A: polykankḗs Transliteration B: polykankēs Transliteration C: polykagkis Beta Code: polukagkh/s

English (LSJ)

πολυκαγκές, (κάγκω, καίω)
A parching, δίψα Il.11.642.
2 very dry, χώρη AP9.678.

German (Pape)

[Seite 663] ές, sehr trocken u. dürr, χώρα, Ep. ad. (IX, 678); sehr trocknend, ausdörrend, δίψα, Il. 11, 642.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui dessèche, qui brûle.
Étymologie: πολύς, *κάγκω, c. καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκαγκής -ές [πολύς, ~ κάγκανος] zeer droog, brandend:. π. δίψα brandende dorst Il. 11.642.

Russian (Dvoretsky)

πολυκαγκής:
1 иссушающий, жгучий (δίψα Hom.);
2 сухой, высохший (χώρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαγκής: -ές, (κάγκω, καίω) ὁ πολὺ ξηραίνων, στεγνώνων, φλογερός, δίψαι Ἰλ. Λ. 642· ― λίαν ξηρός, κατάξηρος, χώρα Ἀνθ. Π. 9. 678. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκαγκέος· πολυξήρου».

English (Autenrieth)

ές (κάγκανος): very dry, parching, Il. 11.642†.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που ξηραίνει, που στεγνώνει πολύ («τῷ δ' ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν», Ομ.ιλ.)
2. φλογερός
3. πολύ ξηρός, κατάστεγνοςπολυκαγκής χώρα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -καγκής < θ. καγκ- της λ. κάγκανος «ξηρός, κατάξερος» κατά τα σιγμόληκτα (βλ. λ. κάγκανος)].

Greek Monotonic

πολῠκαγκής: -ές (καίω
I. πολύ ξηρός ή καψαλισμένος, δίψαι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πολύ ξηρός, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολῠ-καγκής, ές καίω
I. drying or parching exceedingly, δίψαι Il.
II. very dry, Anth.