φιλήδονος: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filidonos | |Transliteration C=filidonos | ||
|Beta Code=filh/donos | |Beta Code=filh/donos | ||
|Definition= | |Definition=φιλήδονον, ([[ἡδονή]])<br><span class="bld">A</span> [[fond of pleasure]], Plb.39.1.10, ''2 Ep.Ti.''3.4, Epict.''Gnom.''46, Plu.''Galb.''1, al., Luc.''Herm.''16, Max.Tyr.4.2, etc.: [[τὸ φιλήδονον]] = [[φιληδονία]] ([[passion for pleasure]]), Plu.2.1094a.<br><span class="bld">2</span> [[wont to bring delight]], Βάκχοιο νᾶμα ''AP''10.118. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλήδονον, (ἡδονή)
A fond of pleasure, Plb.39.1.10, 2 Ep.Ti.3.4, Epict.Gnom.46, Plu.Galb.1, al., Luc.Herm.16, Max.Tyr.4.2, etc.: τὸ φιλήδονον = φιληδονία (passion for pleasure), Plu.2.1094a.
2 wont to bring delight, Βάκχοιο νᾶμα AP10.118.
German (Pape)
[Seite 1277] das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le plaisir ou qui recherche le plaisir, voluptueux ; τὸ φιλήδονον c. φιληδονία.
Étymologie: φίλος, ἡδονή.
Russian (Dvoretsky)
φιλήδονος:
1 любящий удовольствия, преданный наслаждениям (φ. καὶ φυγόπονος Polyb.; φ. ὁ Πάρις Plut.);
2 дарящий наслаждение: φιλήδονον Βάκχοιο νᾶμα Anth. = οἶνος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήδονος: -ον, (ἡδονὴ) ὁ φιλῶν τὰς ἡδονάς, Πολύβ. 40. 6, 11, Πλούτ. Λουκ., κλπ.· ― τὸ φιλ. = τῷ φιληδονία, Πλούτ. 2. 1094Α. ― Ἐπίρρ. -όνως, Κλήμ. Ἀλεξ. 525. 2) ὁ προξενῶν ἡδονήν, εὐφραίνων, ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ἀνθ. Π. 10. 118.
English (Strong)
from φίλος and ἡδονή; fond of pleasure, i.e. voluptuous: lover of pleasure.
English (Thayer)
φιλήδον (φίλος and ἡδονή), loving pleasure: Polybius 40,6, 10; Plutarch, Lucian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλήδονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήδονον
η φιληδονία.
επίρρ...
φιληδόνως Α
με φιληδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήδονος (< ἡδονή), πρβλ. εὐήδονος].
Greek Monotonic
φῐλήδονος: -ον (ἡδονή)·
1. αυτός που αγαπά την ηδονή, σε Λουκ. κ.λπ.
2. αυτός που διακατέχεται από επιθυμία να φέρνει ευχαρίστηση, σε Ανθ.
Middle Liddell
φῐλήδονος, ον, ἡδονή
1. fond of pleasure, Luc., etc.
2. wont to bring delight, Anth.
Chinese
原文音譯:fil»donoj 非而-誒多挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-滿足(化)
字義溯源:愛享樂,喜愛的,愛宴樂;由(φίλος)*=親愛)與(ἡδονή)=欣喜)組成,而 (ἡδονή)出自(ἀναψύχω)X*=願意,取悅)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 愛宴樂(1) 提後3:4