χολώδης: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cholodis | |Transliteration C=cholodis | ||
|Beta Code=xolw/dhs | |Beta Code=xolw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=χολῶδες,<br><span class="bld">A</span> = [[χολοειδής]], [[like bile]] or [[gall]], [[bilious]], <b class="b3">ἐκκρίσιες, ἔμες μα</b>, Hp.''Aph.''2.15, ''Epid.''6.4.4.; χυμοί Pl.''Ti.''86e; ὑγρότης [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''506b3; χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεες [[caused by biliousness]], Hp.''Epid.''6.5.8; χολώδεις [[bilious persons]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''981a12, Ruf. ap. Orib.7.26.12, Gal.15.568.<br><span class="bld">2</span> [[bile-coloured]], χρώματα Pl.''Ti.''71b, 83b; οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ χρόα μεταβάλῃ Gal.17(2).270.<br><span class="bld">II</span> [[bilious]], [[angry]], χ. τι ὑποβλέπειν Luc.''Vit. Auct.''7, cf. Philostr.''Im.''2.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:15, 24 November 2023
English (LSJ)
χολῶδες,
A = χολοειδής, like bile or gall, bilious, ἐκκρίσιες, ἔμες μα, Hp.Aph.2.15, Epid.6.4.4.; χυμοί Pl.Ti.86e; ὑγρότης Arist.HA506b3; χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεες caused by biliousness, Hp.Epid.6.5.8; χολώδεις bilious persons, Arist.Metaph.981a12, Ruf. ap. Orib.7.26.12, Gal.15.568.
2 bile-coloured, χρώματα Pl.Ti.71b, 83b; οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ χρόα μεταβάλῃ Gal.17(2).270.
II bilious, angry, χ. τι ὑποβλέπειν Luc.Vit. Auct.7, cf. Philostr.Im.2.12.
German (Pape)
[Seite 1363] ες, zsgz. = χολοειδής; χυμοί, χρώματα, Plat. Tim. 71 b 86 e; Sp., wie Philostr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 irascible;
2 t. de méd. bilieux (tempérament).
Étymologie: χόλος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
χολώδης:
1 похожий на желчь, желчеобразный (χυμοί Plat.; ὑγρότης Arst.): χολώδη χρώματα Plat. цвета, напоминающие цвет желчи;
2 страдающий болезнью желчного пузыря Arst.;
3 желчный, раздражительный: χολῶδές τι ὑποβλέπειν Luc. иметь желчный вид.
Greek (Liddell-Scott)
χολώδης: -ες, = χολοειδής, ὅμοιος πρὸς χολήν, πλήρης χολῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1244, πρβλ. 1180Α, κλπ.· χυμοὶ Πλουτ. Τιμ. 86Ε· ὑγρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 11· χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεις, γίνονται τοιαῦται ἐκ πλεονασμοῦ χολῆς, Ἱππ. 1185. 1· χολώδεις, ἄνθρωποι πλήρεις χολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 6, Γαλην., κλπ. 2) ὅμοιος χολῇ, χρῶμα Πλάτ. Τίμ. 71Β, 83Β· οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ χρόα μεταβάλη Γαλην. ΙΙΙ. ὀργίλος, πλήρης ὀργῆς, χ. τι ὑποβλέπειν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7, πρβλ. Φιλόστρ. 829.
Greek Monolingual
-ες / χολώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χόλος/χολή
1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.)
2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.)
αρχ.
1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή, γεμάτος χολή (α. «πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί», Πλάτ.- β. «χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεις», Ιπποκρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χολώδεις
άνθρωποι γεμάτοι χολή, πικραμένοι ή οργισμένοι.
Greek Monotonic
χολώδης: -ες (εἶδος)·
I. όπως η χολή ή το υγρό χολής, σε Πλάτ.
II. νευριασμένος, θυμωμένος, σε Λουκ.
Middle Liddell
χολ-ώδης, ες εἶδος
I. like bile or gall, bilious, Plat.
II. bilious, angry, Luc.