πρόβασις: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provasis | |Transliteration C=provasis | ||
|Beta Code=pro/basis | |Beta Code=pro/basis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[property in cattle]], [[abundance of cattle]], κειμήλιά τε πρόβασίν τε Od.2.75; cf. [[προβατεία]].<br><span class="bld">II</span> [[advance]], τὰς π. ποιεῖσθαι Str.7.1.5; [[progression]] of musical sounds, Iamb.''VP''26.120; π. τῶν χρόνων Sor.1.110: pl., π. τοῦ νοῦ Ph.1.595.<br><span class="bld">2</span> bodily [[growth]], Sor.1.114, Gal.19.373.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἐκ προβάσεως</b>, = [[ἐκ προσαγωγῆς]], Maria ap.Zos.Alch.p.158 B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πρόβασις -εως, ἡ [προβαίνω] [[veestapel]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[προβαίνω]]): [[live]]-[[stock]], as opp. to κειμήλια ( | |auten=([[προβαίνω]]): [[live]]-[[stock]], as opp. to κειμήλια (κειμαι), Od. 2.75†. Cf. the foll. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A property in cattle, abundance of cattle, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Od.2.75; cf. προβατεία.
II advance, τὰς π. ποιεῖσθαι Str.7.1.5; progression of musical sounds, Iamb.VP26.120; π. τῶν χρόνων Sor.1.110: pl., π. τοῦ νοῦ Ph.1.595.
2 bodily growth, Sor.1.114, Gal.19.373.
3 ἐκ προβάσεως, = ἐκ προσαγωγῆς, Maria ap.Zos.Alch.p.158 B.
German (Pape)
[Seite 710] ἡ, das Vorwärtsgehen, der Fortgang, das Gedeihen, Sp. (?). – Bei Hom. Gegensatz von κειμήλια, der Besitz an Viehheerden, Od. 2, 75, s. πρόβατον; VLL., wie Tim. lex. Plat., erklären ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις. Vgl. προβατεία.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fortune consistant en troupeaux ; c. πρόβατον.
Étymologie: προβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόβασις -εως, ἡ [προβαίνω] veestapel.
Russian (Dvoretsky)
πρόβᾰσις: εως ἡ скот, живой инвентарь Hom.
English (Autenrieth)
(προβαίνω): live-stock, as opp. to κειμήλια (κειμαι), Od. 2.75†. Cf. the foll.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α προβαίνω
1. περιουσία σε βοσκήματα, κυρίως σε πρόβατα
2. αφθονία προβάτων
3. κίνηση προς τα εμπρός
4. πρόοδος («προβάσεις τοῦ νοῦ», Φίλ.)
5. σωματική ανάπτυξη
6. πιθ. προβάδισμα σε τελετή
7. μτφ. ηθική πρόοδος
7. φρ. «ἐκ προβάσεως» — με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν.
Greek Monotonic
πρόβᾰσις: ἡ, = προβατεία II, περιουσία σε βοοειδή (πρόβατα), τα ίδια τα βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόβᾰσις: ἡ, περιουσία εἰς βοσκήματα (πρόβατα), ἀφθονία βοσκημάτων, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Ὀδ. Β. 75˙ παρὰ τοῖς πεζολόγοις προβατεία. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόβασις˙ ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις». ΙΙ. προχώρησις, βάδισις, κίνησις πρὸς τὰ ἐμπρὸς, πρόβ. τῶν σωμάτων Γαλην. τ. 19, σ. 373, 15, κτλ.
Middle Liddell
πρόβᾰσις, εως, = προβατεία II]
property in cattle (πρόβατἀ, cattle, Od.