πολύθεος: Difference between revisions
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polytheos | |Transliteration C=polytheos | ||
|Beta Code=polu/qeos | |Beta Code=polu/qeos | ||
|Definition= | |Definition=πολύθεον,<br><span class="bld">A</span> of or [[belonging to many gods]], ἕδρα A.''Supp.''424 (lyr.); ἐκκλησία Luc.''JTr.''14 (Sup.).<br><span class="bld">II</span> [[believing in many gods]], Procop.''Arc.''11; δόξα π. [[polytheism]], Ph.1.41, al.<br><span class="bld">III</span> [[consisting of many gods]], [[θίασος]], [[στῖφος]], ib.609,426. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses divinités.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θεός]]. | |btext=ος, ον :<br />[[aux nombreuses divinités]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θεός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολύθεος -ον [[[πολύς]], [[θεός]]] van veel goden;. πολυθεωτάτη γὰρ... ἡ ἐκκλησία want de vergadering zit tjokvol goden Luc. 21.14. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύθεος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη [[θρησκεία]]» β. «μηδ' ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ [[ἐκκλησία]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς, [[πολυθεϊστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς θεούς («[[πολύθεος]] [[θίασος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] [[πολύθεος]]» — η πολυθεΐα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυθέως</i>, ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολυθεϊστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θεός]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[πολύθεος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη [[θρησκεία]]» β. «μηδ' ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ [[ἐκκλησία]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς, [[πολυθεϊστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς θεούς («[[πολύθεος]] [[θίασος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] [[πολύθεος]]» — η πολυθεΐα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυθέως</i>, ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολυθεϊστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θεός]] ([[πρβλ]]. [[ισόθεος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύθεον,
A of or belonging to many gods, ἕδρα A.Supp.424 (lyr.); ἐκκλησία Luc.JTr.14 (Sup.).
II believing in many gods, Procop.Arc.11; δόξα π. polytheism, Ph.1.41, al.
III consisting of many gods, θίασος, στῖφος, ib.609,426.
German (Pape)
[Seite 663] von vielen Göttern; ἕδραι, Aesch. Suppl. 419; ἐκκλησία πολυθεωτάτη, Luc. Iov. Trag. 14. – Auch der viele Götter annimmt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses divinités.
Étymologie: πολύς, θεός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύθεος -ον [πολύς, θεός] van veel goden;. πολυθεωτάτη γὰρ... ἡ ἐκκλησία want de vergadering zit tjokvol goden Luc. 21.14.
Russian (Dvoretsky)
πολύθεος:
1 принадлежащий многим богам (ἕδραι Aesch.);
2 состоящий из множества богов: ἐκκλησία πολυθεωτάτη Luc. чрезвычайно многолюдное собрание богов.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύθεος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ' ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.)
2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.)
3. αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς, πολυθεϊστής
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θεούς («πολύθεος θίασος», Φίλ.)
2. φρ. «δόξα πολύθεος» — η πολυθεΐα.
επίρρ...
πολυθέως, ΜΑ
κατά τρόπο πολυθεϊστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θεός (πρβλ. ισόθεος)].
Greek Monotonic
πολύθεος: -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πολλούς θεούς, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθεος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πολλοὺς θεούς, ὁ ἔχων πολλοὺς θεούς, ἕδρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424· ἐκκλησία πολυθεωτάτη, ἐκ πολλῶν θεῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― δόξα π., ἡ πολυθεΐα, μνημονεύεται· ἐκ τοῦ Φίλωνος· ἡ π. τῶν Ἑλλήνων πλάνη Ἰω. Δαμασκ.· κλπ. Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 37. 611C, 3.