κοινοτροφικός: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koinotrofikos | |Transliteration C=koinotrofikos | ||
|Beta Code=koinotrofiko/s | |Beta Code=koinotrofiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κοινοτροφική, κοινοτροφικόν, ([[τρέφω]]) of or for [[group]] [[rear]]ing, ἐπιστήμη [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 264d, 267d; ἡ [[κοινοτροφική]] (''[[sc.]]'' [[ἐπιστήμη]]) [[group rearing]], ib.261e, 264b, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κοινοτροφικός -όν [[[κοινός]], [[τρέφω]]] de gemeenschappelijke opvoeding betreffend:. ἡ κ. ἐπιστήμη de kennis van gezamenlijke opvoeding Plat. Plt. 264d. | |elnltext=κοινοτροφικός -όν [[[κοινός]], [[τρέφω]]] [[de gemeenschappelijke opvoeding betreffend]]:. ἡ κ. ἐπιστήμη de kennis van gezamenlijke opvoeding Plat. Plt. 264d. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
κοινοτροφική, κοινοτροφικόν, (τρέφω) of or for group rearing, ἐπιστήμη Pl.Plt. 264d, 267d; ἡ κοινοτροφική (sc. ἐπιστήμη) group rearing, ib.261e, 264b, etc.
German (Pape)
[Seite 1469] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινοτροφικός -όν [κοινός, τρέφω] de gemeenschappelijke opvoeding betreffend:. ἡ κ. ἐπιστήμη de kennis van gezamenlijke opvoeding Plat. Plt. 264d.
Russian (Dvoretsky)
κοινοτροφικός: касающийся общественного (вос)питания (ἐπιστήμη Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
κοινοτροφικός: -ή, -όν, (τρέφω) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κοινὴν φύσιν, ἐπιστήμη Πλάτ. Πολιτικ. 264D, 267D· ἡ -κή (δηλ. ἐπιστήμη), κοινὴ φύσις ἢ ἀνατροφή, ὁ αὐτ. 261Ε, 264Β, κτλ.
Greek Monolingual
κοινοτροφικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση
2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη)
κοινή φύση ή ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου κοινο-τρόφος < κοινός + -τρόφος (< τροφή < τρέφω)].