πολυηχής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyichis
|Transliteration C=polyichis
|Beta Code=poluhxh/s
|Beta Code=poluhxh/s
|Definition=ές, ([[ἦχος]]) [[many-toned]], of the [[nightingale]]'s [[voice]], <span class="bibl">Od. 19.521</span>; χοροῦ π. φωνή <span class="title">AP</span>9.504; [[much sounding]] or [[loud-sounding]], [[αἰγιαλός]] <span class="bibl">Il.4.422</span>; [[ἄνεμος]], [[πέτρα]]ι, <span class="bibl">A.R.4.609</span>,<span class="bibl">963</span>.
|Definition=πολυηχές, ([[ἦχος]]) [[many-toned]], of the [[nightingale]]'s [[voice]], Od. 19.521; χοροῦ π. φωνή ''AP''9.504; [[much sounding]] or [[loud-sounding]], [[αἰγιαλός]] Il.4.422; [[ἄνεμος]], [[πέτρα]]ι, A.R.4.609,963.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυηχής:'''<br /><b class="num">1</b> [[многозвучный]], [[переливчатый]] ([[φωνή]], sc. ἀηδόνος Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[многошумный]], [[шумящий]] (прибоем) ([[αἰγιαλός]] Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[многоголосый]] (φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ Anth.).
|elrutext='''πολυηχής:'''<br /><b class="num">1</b> [[многозвучный]], [[переливчатый]] ([[φωνή]], ''[[sc.]]'' ἀηδόνος Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[многошумный]], [[шумящий]] (прибоем) ([[αἰγιαλός]] Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[многоголосый]] (φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[ποικιλία]] ήχων, [[πολύφωνος]] («χοροῦ πολυηχὴς [[φωνή]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[τραγούδι]] αηδονιού) αυτός που έχει [[ποικιλία]] ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἠχή</i> «[[ήχος]], [[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>υψ</i>-<i>ηχής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[ποικιλία]] ήχων, [[πολύφωνος]] («χοροῦ πολυηχὴς [[φωνή]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[τραγούδι]] αηδονιού) αυτός που έχει [[ποικιλία]] ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἠχή</i> «[[ήχος]], [[θόρυβος]]»), [[πρβλ]]. [[υψηχής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυηχής Medium diacritics: πολυηχής Low diacritics: πολυηχής Capitals: ΠΟΛΥΗΧΗΣ
Transliteration A: polyēchḗs Transliteration B: polyēchēs Transliteration C: polyichis Beta Code: poluhxh/s

English (LSJ)

πολυηχές, (ἦχος) many-toned, of the nightingale's voice, Od. 19.521; χοροῦ π. φωνή AP9.504; much sounding or loud-sounding, αἰγιαλός Il.4.422; ἄνεμος, πέτραι, A.R.4.609,963.

German (Pape)

[Seite 663] ές, vieltönig; φωνή, von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; αἰγιαλός, laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aux sons variés;
2 très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἦχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυηχής -ές [πολύς, ἦχος] klankrijk:. χέει πολυηχέα φωνήν (de vogel) laat een klankrijke stem horen Od. 19.521. luid:. ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι op een kust met dreunende branding Il. 4.422.

Russian (Dvoretsky)

πολυηχής:
1 многозвучный, переливчатый (φωνή, sc. ἀηδόνος Hom.);
2 многошумный, шумящий (прибоем) (αἰγιαλός Hom.);
3 многоголосый (φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυηχής: -ές, (ἦχος) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ μετὰ ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ μεγάλως ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422.

English (Autenrieth)

ές: many-toned, nightingale, Od. 19.521; echoing, resounding, Il. 4.422.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για άνεμο) θορυβώδης
2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. υψηχής].

Greek Monotonic

πολυηχής: -ές (ἦχος), πολυτονικός, που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη φωνή του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί πολύ ή δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πολυ-ηχής, ές ἦχος
many-toned, of the nightingale's voice, Od.: much or loud sounding, Il.