ἀμφίβασις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfivasis
|Transliteration C=amfivasis
|Beta Code=a)mfibasis
|Beta Code=a)mfibasis
|Definition=εως, ἡ, [[defence of]] fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν . . Τρώων <span class="bibl">Il.5.623</span>.
|Definition=-εως, ἡ, [[defence of]] fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν.. Τρώων Il.5.623.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμφίβᾰσις) -εως, ἡ<br />[[defensa]] alrededor de un muerto δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν ... Τρώων <i>Il</i>.5.623, cf. [[ἀμφίβασις]]· ὑπὲρ νεκροῦ μάχη Hsch., <i>Et.Sym</i>.813.
|dgtxt=(ἀμφίβᾰσις) -εως, ἡ<br />[[defensa]] alrededor de un muerto δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν ... Τρώων <i>Il</i>.5.623, cf. [[ἀμφίβασις]]· ὑπὲρ νεκροῦ μάχη Hsch., <i>Et.Sym</i>.813.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιβᾰσις Medium diacritics: ἀμφίβασις Low diacritics: αμφίβασις Capitals: ΑΜΦΙΒΑΣΙΣ
Transliteration A: amphíbasis Transliteration B: amphibasis Transliteration C: amfivasis Beta Code: a)mfibasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, defence of fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν.. Τρώων Il.5.623.

Spanish (DGE)

(ἀμφίβᾰσις) -εως, ἡ
defensa alrededor de un muerto δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν ... Τρώων Il.5.623, cf. ἀμφίβασις· ὑπὲρ νεκροῦ μάχη Hsch., Et.Sym.813.

German (Pape)

[Seite 136] ἡ, das Umgeben, Hom. einmal, Iliad. 5, 623 δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν κρατερὴν Τρώων ἀγερώχων, die Vertheidigung, s. ἀμφιβαίνω, vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'aller autour : ἀμφίβασις Τρώων IL les Troyens qui s'avancent autour.
Étymologie: ἀμφιβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβᾰσις: εως ἡ обходное движение: δεῖσε ἀμφίβασιν Τρώων Hom. (Эант) побоялся быть окруженным троянцами.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβᾰσις: -εως, ἡ, κύκλωσις, δεῖσε δ’ ὃ γ’ ἀμφίβασιν… Τρώων (ὅ ἐ. τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας), Ἰλ. Ε. 623· πρβλ. ἀμφιβαίνω Ι. 3. ― Ὁ Ἡσύχ. λέγει: «ἀμφίβασις, ὑπὲρ νεκροῦ μάχη· περιβάντες γὰρ τὸν νεκρὸν ἐμάχοντο περὶ τοῦ σώματος ἵνα μὴ σκυλευθῇ».

English (Autenrieth)

protection, sc. νεκροῦ, Il. 5.623†.

Greek Monolingual

ἀμφίβασις (-εως), η (Α) ἀμφιβαίνω
η υπεράσπιση τραυματισμένου συντρόφου με μάχη που δίνεται γύρω από αυτόν.

Greek Monotonic

ἀμφίβᾰσις: -εως, ἡ (ἀμφιβαίνω), κύκλωμα, περιτύλιγμα, περικύκλωση, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀμφιβαίνω
a going round, encompassing, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, Il.