νηπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "[[<span class="ggns">Gegensatz</span>]]" to "<span class="ggns">Gegensatz</span>")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niptikos
|Transliteration C=niptikos
|Beta Code=nhptiko/s
|Beta Code=nhptiko/s
|Definition=ή, όν, [[sober]], <span class="bibl">Com.Adesp.1088</span> (Sup.), Plu.2.709b, <span class="bibl">Vett.Val.242.18</span>; νηπ-κωτάτην· <b class="b3">νήφειν ποιοῦσαν</b>, Hsch. Adv. νηπ-κῶς <span class="bibl">Vett.Val.179.6</span>, al.
|Definition=νηπτική, νηπτικόν, [[sober]], Com.Adesp.1088 (Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; νηπτικωτάτην· <b class="b3">νήφειν ποιοῦσαν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Adv. [[νηπτικῶς]] Vett.Val.179.6, al.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sobre, tempérant.<br />'''Étymologie:''' [[νήφω]].
|btext=ή, όν :<br />[[sobre]], [[tempérant]].<br />'''Étymologie:''' [[νήφω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>[[nüchtern]], der [[mäßig]] lebt</i>, ὁ νήφειν εἰωθώς, Gramm. Bei Plut. <i>Symp</i>. 7.6.3 [[<span class="ggns">Gegensatz</span>]] von [[πολυπότης]].
|ptext=<i>[[nüchtern]], der [[mäßig]] lebt</i>, ὁ νήφειν εἰωθώς, Gramm. Bei Plut. <i>Symp</i>. 7.6.3 <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[πολυπότης]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:04, 30 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπτικός Medium diacritics: νηπτικός Low diacritics: νηπτικός Capitals: ΝΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nēptikós Transliteration B: nēptikos Transliteration C: niptikos Beta Code: nhptiko/s

English (LSJ)

νηπτική, νηπτικόν, sober, Com.Adesp.1088 (Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν, Hsch. Adv. νηπτικῶς Vett.Val.179.6, al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sobre, tempérant.
Étymologie: νήφω.

German (Pape)

nüchtern, der mäßig lebt, ὁ νήφειν εἰωθώς, Gramm. Bei Plut. Symp. 7.6.3 Gegensatz von πολυπότης.

Russian (Dvoretsky)

νηπτικός: воздержный, трезвый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νηπτικός: -ή, -όν, ὁ νήφειν εἰωθώς, νηφάλιος, σώφρων, Πλούτ. 2. 709Β· - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν».

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νηπτικός, -ή, -όν) νήπτης
αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός
νεοελλ.
φρ. α) «νηπτική θεολογία
κίνηση και τάση της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο της οποίας είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η συνεχής πνευματική άσκηση, η ειλικρινής μετάνοια και η αδιάπτωτη νήψη και κάθαρση για ενάρετο βίο
β) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»
εκκλ. ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική θεολογία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νηπτικωτάτην
νήφειν ποιοῦσαν».
επίρρ...
νηπτικῶς (Α)
με νηφάλιο τρόπο.